Μιχάλης Ν. Κουρκούτας
Η περίοδος τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα (1870-1908) ἀποτελεῖ μία φάση τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος στό δεδομένο χρόνο, δηλαδή εἶναι μία περίοδος πού οἱ ἀντιθέσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, Ἀγγλογάλλων ἀπό τή μιά καί Ρωσσίας ἀπό τήν ἄλλη, ἐντοπίζονται στήν περιοχή τοῦ εὐρύτερου χώρου τῆς Μακεδονίας.
Καί πολύ κατατοπιστικά καί ἐπιστημονικά πάνω σέ αὐτό τό θέμα ἔγραψε ὁ καθηγητής Ν. Βλάχος στό βιβλίο του «Τό Μακεδονικόν ὡς φάσις τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος», ὅτι ταλανίζει ἀπό παλιά τή Βαλκανική Χερσόνησο (ἀκόμα καί ὁ Ἡρόδοτοςτό σημειώνει πρῶτος) ἀρχίζοντας ἀπό τή συνθήκη τοῦ Κάρλοβιτς (1696) καί τή συνθήκη τοῦ Πασάροβιτς (1718). Οἱ δύο αὐτές συνθῆκες σημειώνουν καί τήν ἔναρξη παρακμῆς τῆς Τουρκίας, ἀφοῦ παύει νά λειτουργεῖ τό ἰδανικό τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους. Αὐτήν τήν περίοδο οἱ μεγάλες Δυνάμεις, ἄν μποροῦσαν νά συμφωνήσουν, θά μποροῦσαν νά διώξουν τούς Τούρκους ἀπό τή Βαλκανική. Ἡ προσπάθεια ὅμως τῆς καθεμιᾶς νά θέσει ὁλόκληρη τή Βαλκανική δική της, καθυστέρησε τήν ἀπελευθέρωση γιά 200 χρόνια. Καί κατά τόν καθηγητή μας Ἀπ. Βακαλόπουλο, Ἀνατολικό ζήτημα ὀνομάζουμε τήν προσπάθεια τῶν Μεγάλων Δυνάμεων νά προσεταιρισθεῖ ἡ καθεμιά τή Βαλκανική. Καί τό θέμα εἶναι προφανές: μέχρι τό 1839 καί οἱ τρεῖς δυνάμεις μαζί ρύθμιζαν τά θέματα τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς.
Μέ τόν Κριμαϊκό πόλεμο ἡ Ρωσσία ἀπωθήθηκε πέραν τῆς Ρουμανίας, χωρίς ὅμως νά παύει νά ψάχνει τρόπους νά ἐπανέλθει καί πάλι στό Αἰγαῖο, πού τῆς ἔφραζε τό πέρασμα ἡ Τουρκία. Κι ἔτσι, ψάχνοΜέ τόν Κριμαϊκό πόλεμο ἡ Ρωσσία ἀπωθήθηκε πέραν τῆς Ρουμανίας, χωρίς ὅμως νά παύει νά ψάχνει τρόπους νά ἐπανέλθει καί πάλι στό Αἰγαῖο, πού τῆς ἔφραζε τό πέρασμα ἡ Τουρκία. Κι ἔτσι, ψάχνοντας ἀνακάλυψε τούς Βουλγάρους, πού εἶχαν κάποια ἱστορική ἐμφάνιση στά χρόνια τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους. Ἡ φυλλάδα τοῦ Παϊσίου (1860) καί ἡ ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας (1870) ἦταν τά πρῶτα καρποφόρα βήματα μέ τή δραστήρια μεσολάβηση τοῦ Ρώσσου πρέσβυ Ἰγνάτιεφ.
Μέ τόν πόλεμο τοῦ 1877-1878 καταφέρνει νά ἀπελευθερώσει τή Βουλγαρία φτάνοντας μέχρι τόν Ἅγιο Στέφανο, προάστιο τῆς ΚΠολης καί νά ἐπιβάλει στήν Τουρκία τή Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, βάσει τῆς ὁποίας ἱδρύεται ἡ Μεγάλη Βουλγαρία. Κάτω ὅμως ἀπό τήν πίεση τῶν Δυτικῶν Δυνάμεων συνέρχονται στό Βερολίνο καί μέ τή συνθήκη, πού φέρνει τό ὄνομα τοῦ Βερολίνου, ἡ Βουλγαρία περιορίζεται στά ὅρια ὅπου κατοικεῖ σήμερα ὁ βουλγαρικός λαός (στά βουνά νότια τῆς Σόφιας). Φυσικό ἦταν αὐτό νά μήν ἱκανοποιεῖ τούς Ρώσσους, πού δέν τούς ἔδινε δυνατότητα ἐξόδου στό Αἰγαῖο. Καί τότε ἀνακάλυψε ὅτι στήν περιοχή τῆς Μακεδονίας ζοῦσε ἕνας λαός Σλαβογενής, πού μιλοῦσε μία γλώσσα συγγενῆ πρός τή βουλγάρικη καί τή σέρβικη, ὅπως πολύ σωστά διατύπωσε ὁ καθηγητής μας μακαρίτης Ν. Ἀνδριώτης.
Κι αὐτές εἶναι ἐπιστημονικές διαπιστώσεις ἔτσι, πού νά μή μπορεῖ ὁ κάθε ἁρμόδιος νά ἐκφέρει γνώμη βασισμένος στά δεδομένα τῆς ἐμφυλιοπολεμικῆς ἤ μετεμφυλιοπολεμικῆς περιόδου, ὅπου οἱ ἀνευθυνολογίες ἔδιναν καί ἔπαιρναν μέχρι τίς θέσεις Πουλασιχιδίου μορφῆς. Αὐτές οἱ μορφές πάντα παρουσιάζονται στά μεταίχμια τῶν λαῶν (Γερμανία-Πολωνία, Γερμανία-Γαλλία). Ἡ γλώσσα τους δέν εἶναι «μισοβουλγάρικη», ἀλλά ἔχει τή δική της αὐτοτέλεια, εἶναι ὅμως ἀναλυτική καί ἡ βουλγάρικη καί ἡ νέα ἑλληνική σέ ἀντίθεση μέ ὅλες τίς ἄλλες σλαβικές γλῶσσες, πού εἶναι συνθετικές. Πέραν τῶν κοινῶν σλαβικῶν ριζῶν ἔχει ἀκόμα καί λέξεις λατινικές καί πολλές ἑλληνικές, ἰδιαίτερα ἀπό τό ἐκκλησιαστικό λεξιλόγιο. Μέσα σέ αὐτήν ὅμως τήν περιοχή κατοικοῦσαν κι ἄλλες γλωσσικές ὁμάδες. Ἕλληνες, Βλάχοι μέ ἔντονη τήν ἐθνική ἑλληνική συνείδηση, Ἑβραῖοι, γύφτοι, Ἀρμένιοι, ἰδιαίτερα στά ἀστικά κέντρα, ἐνῶ στήν ὕπαιθρο ἡ πλειονότητα ἦταν «Σλαβομακεδόνες».
Συνοπτικά, καταπιάστηκαν μέ τήν ὑπόδειξη τῶν Ρώσσων νά τούς προσεταιριστοῦν οἱ Βούλγαροι, γιατί κατοικοῦσαν σέ μία εὐρεία περιοχή πού ἄγγιζε τό Αἰγαῖο, τόν ἀντικειμενικό τους σκοπό. Καί παρά τή χρησιμοποίηση ὅλων τῶν μέσων, εἰρηνικῶν καί βίας, τά ἀποτελέσματα ἦταν πενιχρά γιά πολλούς λόγους καί ἰδιαίτερα γιατί ὁ χῶρος δέν εἶχε τό συμπαγές τοῦ δεδομένου πληθυσμοῦ. Ἔτσι, μέ τήν παρέμβαση τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐξ αἰτίας τῆς ἀντίδρασης σέ ἀτομική ἤ ἰδιωτική πρωτοβουλία, στήν ἀρχή διαμορφώθηκε ἕνα κίνημα ἀμυντικῆς μορφῆς γιά τή διάσωση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, πού ἔπαιζε βα-σικό ἐποικοδομητικό ρόλο στήν ὅλη περιοχή.
Ὁ ἀγώνας ἦταν σκληρός, ἀμείλικτος, ἀλλά μέ τήν ἐπανάσταση τῶν Νεότουρκων καί μέ τούς Βαλκανικούς πολέμους ὑπῆρξε μία δικαίωση αὐτοῦ τοῦ ἀδυσώπητου ἀγώνα πού κατοχυρώθηκε μέ τή συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου, ὅπου, νικητές καί νικημένοι συμφώνησαν καί ὑπέγραψαν καί κανένας μέχρι σήμερα δέν διανοήθηκε νά τήν καταγγείλει, ἀδιάφορα ἄν ἔμειναν κάποιες πικρίες, πού σιγά-σιγά ὁ χρόνος καί ἡ καινούργια πραγματικότητα θά τίς ἀμβλύνει.
Γι’ αὐτό καί εἶναι πλέον καιρός γιά μιά σωστή ἀντικειμενική καί ἐπιστημονική θεώρηση τοῦ γεγονότος ἐναρμονιζόμενου μέσα στήν καθημερινή πραγματικότητα, ὅπου ἡ πατρίδα μας παίζει πρωταρχικό ρόλο στή Βαλκανική. Τά ἀπομνημονεύματα ὅλων τῶν σύγχρονων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶναι παρακαταθῆκες καί μνῆμες περιπτωσιακές, πού δέν μποροῦν νά ἐξασφαλίζουν ἐπιστημονική ὁλοκληρωτική κάλυψη.
Από το βιβλίο του ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ν. ΤΣΙΩΜΠΡΑ "ΤΑ ΝΑΜΑΤΑ (ΠΙΠΙΛΙΣΤΣΑ) ΒΟΪΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ"
Η εξιστόρηση του Μακεδονικού αγώνα είναι βασισμένη στις αφηγήσεις των παππούδων μας αλλά και των πατεράδων μας που πολλοί από αυτούς πήραν μέρος σε αυτόν τον αγώνα, αλλά και σε άλλες γραπτές πηγές. Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας συνταρασσόταν από γεγονότα που τα προξενούσαν αλλεπάλληλες επαναστατικές ζυμώσεις που συντελούνταν σε όλη τη Μακεδονική γη. Ο Σινιάτσικος σε όλο αυτό το διάστημα φιλοξενούσε ανταρτικά σώματα και το χωριό ήταν ο τροφοδότης τους, όπως των οπλαρχηγών Μιχάλη και Καταραχιά (Τζήκα Ντούφλια), του Νταλίπη, του Νταβέλη κ.α., που ζούσαν πέρα από κάθε δέσμευση και υποταγή ψηλά στις αετοράχες και βουνοκορφές.
Η διεύθυνση ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ) του ΓΕΣ, αναφέρει τώρα σχετικά στο σημείο αυτό: «επί των ορεινών περιοχών του Ασκίου (Σινιάτσικο) και του Μουρικίου έδρων τα σώματα των Δημητρίων Νταλίπη, Καταραχιά, Νικολάου Βλάχου, Νικολάου Σπανού, Βασιλείου Φαρμάκη και Σουλιώτη». Η Πιπιλίστα από την ώρα που πέρασε στη Μακεδονία ο Παύλος Μελάς κατευθυνόμενος για τα Κορέστια και πέρασε δίπλα απ’ το χωριό μας χωρίς να μπει μέσα, αποφεύγοντας τα Τουρκικά αποσπάσματα (άξονας Σιάτιστα – Γαλατινή – Σινιάτσικος – Μπάλιο Σισανίου – Μονή Τσιριλόβου) μέχρι και τον ερχομό του Γεωργίου Κατεχάκη (Ρούβα), Νοέμβριος του 1904 που εγκαταστάθηκε στη Λοσνίτσα (Γέρμας), δεν είχε λάβει σοβαρά ενεργό μέρος. Ο Ρούβας οργάνωσε τις πρώτες επιτροπές αγώνα όλων τον γύρω χωριών.
Το χωριό μέχρι τότε αρκούνταν στο να προμηθεύει σποραδικά με τους τσοπάνηδες τα αναγκαία των ανταρτικών ομάδων. Πάντα κάτω από τους φόβους της προδοσίας και της Τουρκικής απειλής, αλλά και μετά τη συγκρότηση της «επιτροπής αγώνα», η βοήθεια του χωριού παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με προμήθεια στους αντάρτες με τρόφιμα, ρουχισμό και άλλες υλικές ανάγκες. Ώσπου έφτασε στο χωριό στα τέλη 1904 αρχές 1905 ο Γεώργιος Τσόντος (Καπετάν Βάρδας), που οργάνωσε την επιτροπή σε ένοπλη πολιτοφυλακή και έκανε τα δάση της Πιπιλίστας μόνιμα λημέρια του και αφετηρίες εξορμήσεως.
Η Πιπιλίστα σε όλη την περίοδο του αγώνα ήταν ανταρτοφωλιά των Μακεδονομάχων της περιοχής, γι’ αυτό και δεν πάτησε πόδι κομιτατζήδων. Βρισκόταν στο μεταίχμιο των βορείων περιοχών, που ήταν εδάφη επιρροής των Βουλγάρων και των νότιων περιοχών όπου δεν υπήρχε έρεισμα Βουλγαρικής προπαγάνδας, γι’ αυτό τα ανταρτικά σώματα κατέφευγαν σε αυτήν την περιοχή, για να αναπαυθούν και να ανασυγκροτηθούν όπως χαρακτήρισαν οι γεροντότεροι. «Το χωριό ήταν Ντερβένι απ’ όπου περνούσαν τα σώματα, ανεφοδιάζονταν με όπλα, πολεμοφόδια και έφευγαν». Αλλά και η διαμόρφωση του εδάφους είναι τέτοια ώστε το χωριό περιβάλλεται γύρω – γύρω από δασωμένα υψόμετρα σχηματίζοντας μια λεκάνη έχοντας στον πυθμένα της το χωριό, κάνοντάς τα έτσι αόρατο από περιφερειακή παρατήρηση. Επίσης το χωριό για την εποχή που αναφερόμαστε είναι καθάριο Ελληνικό (πατριαρχικό) χωρίς καμία άλλη φυλετική επιμιξία. Οπότε εξασφαλιζόταν η ασφάλεια χωρίς να υπάρχει κίνδυνος καταδόσεως των ανταρτικών σωμάτων από τους Ναματιανούς. Αυτά τα φυσικά προτερήματα του χωριού τα εκμεταλλεύτηκαν οι αντάρτες και το ’καναν μόνιμο λημέρι τους.
Από την Πιπιλίστα περνούσαν πολύ τακτικά ανταρτικά σώματα που είτε κατασκήνωναν μέσα στο χωριό και στα γύρω δάση είτε μετακινούνταν σε άλλες περιοχές ερχόμενοι από την ελεύθερη Ελλάδα και τραβούσαν για τα Καστανοχώρια, τα Κορέστια ή το Βέρμιο ακολουθώντας τον άξονα ανάμεσα Χάσια και Αντιχάσια – Ζάμπορδα – Σινιάτσικο. Αυτό το δρομολόγιο ακολούθησε ο Παύλος Μελάς και άλλοι οπλαρχηγοί – αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού. Πριν όμως προχωρήσουμε σε γεγονότα θα κάνουμε μια αναφορά όλων των αρχηγών, οπλαρχηγών και καπεταναίων που πέρασαν από το χωριό με τα ανταρτικά τους σώματα όπως μας αναφέρουν λιγότερο τα γραπτά κείμενα και περισσότερο η προφορική παράδοση.
Από αυτούς που ήλθαν από την ελεύθερη Ελλάδα, ήταν ο Γεώργιος Κατεχάκης (καπετάν Ρούβας) που οργάνωσε την πρώτη επιτροπή στο χωριό, ο Νικόλαος Τσοτάκος (καπετάν Γέρμας) που λίγο πριν τη συμπλοκή σκοτώθηκε (16 Ιουλίου 1901 στη Λοσνίτσα (Γέρμας)), πρότεινε στο Ζιάκα να καταφύγουν επειδή ήταν σε μειονεκτική θέση απέναντι στους Τούρκους στη θέση «Πόρτες» του Σινιάτσικου που είναι ένα διάσελο – πέρασμα νότια της Πιπιλίστας που κατέφευγαν εκεί οι Μακεδνομάχοι, όταν ήταν κυνηγημένοι, γιατί τους πρόσφερε διαφυγή προς Παλιοκόζανη, Γαλατινή, Εράτυρα. Ο Πέτρος Μάνος (καπετάν Βέργας) που μαζί με το Βάρδα έδωσε τη μάχη με τους Τούρκους στα Ακόνια του Μουρικίου 21 Απριλίου 1905, όπου συμμετείχαν σε αυτή τη μάχη και Ναματιανοί αντάρτες.
Ο Ζαχαρίας Παπαδάς (καπετάν Φούφας) που ερχόταν τακτικά στο χωριό για συνάντηση με τον Βάρδα, καταστρώνοντας σχέδια για να πλήξουν τα σχισματοχώρια, Εμπόριο και Παλιοχώρι (Φούφας), ο κρητικός Ιωάννης Πούλακας. Επίσης ήρθαν στο χωριό ο Παύλος Γύπαρης που περιέγραψε πολλά γεγονότα αυτής της περιοχής. Ο Γρηγόριος Φαλιρέας (καπετάν Ζιάκας), ο Νικόλαος (Λάκης Πύρζας) το πρωτοπαλίκαρο του Παύλου Μελά. Ο Σπύρος Ζαχαρόπουλος (Νύστας) και ο Γεώργιος Τσόντος (καπετάν Βάρδας) που θα μιλήσουμε στη συνέχεια.
Ντόπιοι καπεταναίοι που έδρασαν στην περιοχή που αναφερόμαστε και που γνωρίζανε όλα τα απάτητα λημέρια από τα παιδικά τους χρόνια ήταν από τη γειτονική Βλάστη, οι οπλαρχηγοί Χρήστος Αργυράκος (Κίτσος Μουρίκης) και ο Ηλίας Φαρμάκης (Κούντουρας), ο Δημήτριος Νταλίπης από το Γάβρο Καστοριάς, ο Γεώργιος Δούκας (Νταβέλης) από τη γειτονική Γαλατινή, ο Κων/νος Ντόγρας απ’ το Βογατσικό, ο Παύλος Περδίκας από τη Σιάτιστα.
Ο Αλέξης Καραλίβανος από τη Σιγδίτσα (Προσήλιο) επαρχίας Παρνασίδας που έμενε στην Κοζάνη όταν κλήθηκε από τον Παύλο Μελά και υπηρέτησε σαν οπλαρχηγός. Αυτός ήταν που αιχμαλώτισε για λύτρα τον πλούσιο Κλεισουριώτη Σίμο Σιμότα και τον φυλάκισε στην ομώνυμη «Σιμότα τρύπα» στην τοποθεσία «Σέλωμα» στα όρια Νάματα Εράτυρας, Πελεκάνου, στο μεγάλο ανήλιο λίγο πιο κάτω από τις «Φυλλουριές». Ο Στέφανος Γρηγορίου (καπετάν Στέφος) από κάποιο χωριό της Φλώρινας, που η μοίρα του τον γλίτωσε από τα Τουρκικά βόλια όταν συμμετείχε στις συμπλοκές στην Πιπιλίστα και του διαφύλαξε ύπουλο θάνατο στις 24 Μαΐου το 1943 στην ίδια περιοχή στην τοποθεσία «Καραμπάκο» στα όρια Ναμάτων-Σισανίου από τον ομοχώριον του Βαγγέλη Σλομπότα αντάρτη του ΕΛΛΑΣ. Ο Λουκάς Κόκκινος (καπετάν Λούκας) από την Ταδοσινίτσα (Μέγαρο) Γρεβενών που τον θυμούνται όταν κατέφευγε στα βοσκοτόπια του Ντομαβιστίου και οι τσοπάνιδες προσέφεραν στους άνδρες του γάλα και φρέσκο μανούρι, και τέλος ο Καραναούμ από το Καστανέτσι (Ιεροπηγή) Καστοριάς, που τις πολλές σχέσεις του με τους παρακάτω κατοίκους της Πιπιλίστας τις περιγράφει το παρακάτω δημοτικό τραγούδι.
Ναούμης πάει στη Φλώρινα να πάρει το Δεσπότη.
Τα παλικάρια λάθρεψαν πήραν τον Καϊμακάμη.
Και που θα λημεριάσουμε και που θα γεν΄λημέρι.
Στου Σινιάτσικου τα λακκώματα μωρέ τα λακκώματα Άιντε εκεί θα γεν΄λημέρι, γεια σου Ναούμη και Νταβέλη. Η βλάχα φέρνει το ψωμί μωρέ το ψωμί
Άιντε κι ο βλάχος το κριάρι, γεια σου, Ναούμη καπετάνιε.
Τα καταφύγια που λημέριαζαν τα ανταρτικά σώματα εκτός από τα σπίτια του χωριού ήταν οι «Πόρτες» στην κορυφογραμμή του Σινιάτσικου, το ακμαίο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής Ντομαβιστίου, η Κλαδούρα στο ανήλιο του Αϊλιά και του Σινιάτσικου τα λακκώματα, και η Μότσιαλη νότια του χωριού.
Τα καταφύγια που λημέριαζαν τα ανταρτικά σώματα εκτός από τα σπίτια του χωριού ήταν οι «Πόρτες» στην κορυφογραμμή του Σινιάτσικου, το ακμαίο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής Ντομαβιστίου, η Κλαδούρα στο ανήλιο του Αϊλιά και του Σινιάτσικου τα λακκώματα, και η Μότσιαλη νότια του χωριού.
«Όταν πρωτοήρθε ο Βάρδας είχε 50 – 60 αντάρτες, οι γυναίκες του χωριού τους περιποιήθηκαν εκείνη την μέρα με πίτες και τους ξεπροβόδισαν για το λημέρι τους τη Μότσιαλη, δίνοντας τους αρκετά ψωμιά, φαγητά και κάπες που είχαν ανάγκη».
Αυτό το γεγονός το βεβαιώνει και ο Α. Αναστασόπουλος στο βιβλίο του «Μακεδονικός Αγών» ότι εκεί ήταν η βάση και το στρατηγείο του. «Ο καπετάν Ρούβας έδινε στον Ιωάννη Μπουμπαρά Μπλατσιώτη χαρτιά για τον καπετάν Βάρδα που είχε λημέρι στην τοποθεσία Μότσιαλη στο όρος Σινιάτσικο». Όταν ήλθε δραστηριοποίησε την επιτροπή αγώνα, τους έδωσε όπλα και την οργάνωσε σε πολιτοφυλακή που διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του αγώνα και που εξασφάλιζε τη διαμονή την εξυπηρέτη ση και την διακίνηση γραμμάτων και μηνυμάτων ανταρτικών σωμάτων που έρχονταν στην Πιπιλίστα με άλλα ανταρτικά σώματα άλλων περιοχών. Η πολιτοφυλακή απαρτιζόταν από δυο ιερείς: τον Παπασιώμο και τον Παπαστέργιο, τον Μουχτάρη Ιωάννη Παπαθωμά, τον Κων/νο Τζιαχάνη, τον Παναγιώτη Γιαννούλη, το Νικόλαο Παράσχο και το γιο του Αθανάσιο, το Μιχάλη Γκάνα, το Γεώργιο Δαλαπάσχο και το Δημήτριο Τσιάντα (Τούλια) που ήταν αγγελιοφόρος.
Όλα αυτά τα ονόματα αποτελούσαν την επιτροπή άμυνας που έρχονταν σε επαφές με το Βάρδα, γιατί σε όλη αυτήν την προσπάθεια όλοι οι άνδρες του χωριού συμμετείχαν ενεργά. Δόθηκε στον καθένα από ένα όπλο (γκρα) και ήταν πανέτοιμοι να υποστηρίξουν τα ανταρτικά σώματα.
Τα όπλα αυτά τα κράτησαν μέχρι την απελευθέρωση του 1912 και πολλοί τα κράτησαν για πάντα. Ο καπετάν Βάρδας είχε επαφή με την ελεύθερη Ελλάδα στο σημείο της Καλαμπάκας που από κει διακινούνταν και τα όπλα. Την μεταφορά την είχαν αναλάβει ο Ιωάννης Διαμάντης (Γκαβανάς) από τα Νάματα και ο Γεώργιος Τώνιας από τη Βλάστη για τα δυο χωριά. Τα όπλα όταν τα έφερναν στο χωριό τα παραλάβαινε η επιτροπή του αγώνα, τα έκρυβαν καλά σε κάποια κρυψώνα που εκεί μέσα συγκεντρωνόταν όλος ο οπλισμός και όλα τα πολεμοφόδια που έρχονταν από την ελεύθερη Ελλάδα. Η επικοινωνία μεταξύ των ανταρτικών σωμάτων γινόταν με τους αγγελιαφόρους, όπως στη Λόνιτσα ήταν ο Ηλίας Σελτσιώτης και στη Βλάστη ο Ιωάννης Μπουμπαράς. Έτσι και στην Πιπιλίστα ήταν ο Δημήτριος Τσιάντας (Τούλιας), που είχε σχέσεις και επικοινωνία με τους άλλους δυο.
Ο Ανεστόπουλος σε αυτό το σημείο αναφέρει: «Αυτοί ήταν συνδυασμοί των επιτροπών αμύνης των χωριών και των ανταρτικών σωμάτων που είχαν τα λημέρια τους στις οροσειρές του Σινιάτσικου και Μουρίκι». Τα γράμματα τα έπαιρνε ο Τούλιας από τα ανταρτικά σώματα που λημέριαζαν κοντά στο χωριό μας και τα πήγαινε στα γύρω χωριά, ανάλογα με τον προορισμό τους, και από εκεί προωθούνταν για τα Καστανοχώρια, Κορέστια, Βέρμιο και Θεσσαλονίκη. Στις παραπάνω περιπτώσεις πολλές φορές χρησιμοποιήθηκαν μικρά παιδιά, που λόγω της ηλικίας ήταν υπεράνω κάθε υποψίας. Όταν το περιεχόμενο του γράμματος ήταν πολύ σοβαρό και έπρεπε να εξασφαλιστεί απόλυτη η διακίνησή του, ο Τούλιας έπαιρνε ένα παιδί μαζί του που προπορευόταν 200 – 300 μέτρα μπροστά και αν έβλεπε κάποια εχθρική παρουσία τον ειδοποιούσε κάνοντάς τον σινιάλο και κρυβόταν.
Τα γράμματα περιείχαν γενικές διαταγές, είχαν την κανονική μορφή του χειρόγραφου γράμματος, αλλά μερικές φορές είχαν και τη μορφή των σημερινών κρυπτογραφικών κειμένων με γράμματα ή αριθμούς, που και οι ίδιοι που τα μετέφεραν δεν γνώριζαν το περιεχόμενό τους.
«Οι αρχηγοί των ανταρτικών σωμάτων εφάρμοσαν το σύστημα του να παίρνουν ντόπια παλικάρια σαν μαχητές και σαν οδηγούς που γνώριζαν καλά τα λημέρια, τις τοποθεσίες, τα μονοπάτια και κάθε περιοχή, κι όταν τελείωνε η επιχείρηση ή κάποια μάχη και έφευγαν από εκεί, να τους αφήνουν να γυρίζουν στα χωριά τους και να τους ξαναχρησιμοποιήσουν, όταν χρειάζονταν και πάλι στην ίδια περιοχή» αναφέρει στην έκθεσή του ο καπετάν Βέργος. Νεαρά βλαστάρια της Μακεδονίας έδωσαν τότε το παρόν σε αυτού του είδους τις αποστολές. Ο καπετάν Βάρδας εφάρμοσε και στην Πιπιλίστα αυτό το σύστημα. Στρατολόγησε και μοίρασε στα ανταρτικά σώματα που πέρασαν από το χωριό μερικά παλικάρια που ολοπρόθυμα πήραν το όπλο στα χέρια τους και πήγαν να βοηθήσουν. Συμμετείχαν σε πολλές μάχες της γύρω περιοχής και στις επιχειρήσεις στα Κορέστια και στα Καστανοχώρια. Επειδή πολλοί τσελιγκάδες από το χωριό πήγαιναν τα γιδοπρόβατά τους το καλοκαίρι στη Μπεσφίνα (Σφίκα) και στις Πρέσπες, ήξεραν καλά τις δύο αυτές περιοχές.
Μερικά από αυτά τα παλικάρια ήταν ο Γεώργιος Μητράκος (Νταλαγιώργος), Ιωάννης Μπαρτζώκας (Μπαρτζωκογιάννης), ο Γεώργιος Δελαπάσχος (Νταλαμάτσιος), ο Κων/νος Σιλιάφης κα ο Γούλιας Διαμάντης, ο μικρότερος αδερφός του Ιωάννη Διαμάντη (Καραγιώργος). Αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι στη μάχη που έγινε στ’ Ακόνια του Μουρικίου 21 – 4 – 1905 επέδειξαν μεγάλη ανδρεία, όταν τα σώματα των Βάρδα, Ρούβα και Γύπαρη ήταν στο Μουρίκι και πλησίαζαν τα Τουρκικά στρατεύματα να τους περικυκλώσουν, οι αρχηγοί αποφάσισαν να χωρίσουν με διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας. Ο Βέργας και ο Ρούβας τράβηξαν για το Λέχοβο και ο Βάρδας για το Σινιάτσικο (Μότσαλη) μέσω του Σισανίου. «Ο δε αρχηγός Βάρδας έφτασε εις το Σινιάτσικο θέση οχυρότατη, για να αμυνθεί εν δεδομένη στιγμή κατά του Τουρκικού στρατού», αναφέρει ο Βέργας. Καθώς όμως κατέβαινε την πλαγιά του Μουρικίου προς το Σισάνι και πληροφορήθηκε ότι έρχεται απόσπασμα από τη Νεάπολη, άφησε τον πιο τολμηρό για την περίπτωση, το Νταλαγιώργο και μερικούς άλλους στο μετόχι της Μονής Παναγιάς Σισανίου, τον Αϊ Δημήτρη, επειδή από κει θα περνούσαν οι Τούρκοι. Και πραγματικά, επειδή ήξερε τα μονοπάτια και τις ρεματιές έκανε κλεφτοπόλεμο και κατάφερε να καταπονήσει και να καθυστερήσει αυτό το απόσπασμα που πήγαινε να ενισχύσει τα άλλα που πολεμούσαν με τους αντάρτες πάνω στη ράχη του Μουρικίου.
Έτσι τα σώματα μπόρεσαν να νικήσουν και να καταστρέψουν ολοσχερώς τους Τούρκους. Αυτή η ανδρεία πράξη του Νταλαγιώργου έγινε γνωστή στο χωριό και τα παιδιά στα υπόλοιπα χρόνια τον προσφωνούσαν «Μακεδονομάχο».
Το 1906 ανέτειλε με καινούριες περιπέτειες. Συγκεκριμένα το μήνα Μάιο συνέβη ένα συγκλονιστικό γεγονός στο χωριό. Ένα βράδυ ο καπετάν Βάρδας με το σώμα του διανυκτέρευσε στους Σαντάδες ανατολικά του χωριού, περιοχή πίσω απ’ τα Αλώνια μέσα στη ρεματιά. Η θέση του όμως απ’ ότι φάνηκε προδόθηκε, γιατί πριν ακόμη χαράξει η αυγή γέμισε το χωριό από νιζάμιδες που ήρθαν μετά από ολονύχτια πορεία από τη Νεάπολη. Οι χωριανοί δεν πρόλαβαν ούτε και να κουνηθούν. Το μόνο που πέτυχε κάποιος της επιτροπής αμύνης έστω και καθυστερημένα ήταν να ειδοποιήσει το Βάρδα πως τα χωριό γέμισε από Τούρκους, αλλά χωρίς να έχουν εκδηλώσει τις διαθέσεις τους στο φοβισμένο χωριό που τους κοιτούσε από τα παράθυρα και τα θυροπούλια. Σε λίγο όμως τα καραούλια (σκοπιές) που ήταν στη ράχη στ’ Αλώνια φώναζαν στο Βάρδα «έ, καπετάν Βάρδα, Τούρκοι κατ’ απάνω μας». Τότε εκείνος ρώτησε από απέναντι: Έρχονται συγκεντρωμένοι ή ακροβολισμένοι; «Ακροβολισμένοι» ήταν η απάντηση. «Πρόδωσαν το λημέρι μας είπε στα παλικάρια, πιάστε τα ντουφέκια» και πριν αποσώσει την κουβέντα του ήρθαν το πρώτα βόλια των Τούρκων.
Η απλωσιά τους έφτανε από τα Αλώνια μέχρι το Σταυρό, όλη τη ράχη δηλαδή ένα μέτωπο περίπου ένα χιλιόμετρο. Απάντησαν όμως και οι αντάρτες, ενώ είχαν πιάσει θέσεις μάχης, αλλά το υπεράριθμο τουρκικό απόσπασμα θα υπερτερούσε αν ταμπουρωνόταν εκεί γι’ αυτό συσπειρώνονταν, έριχναν, αναχαίτιζαν τις επιθέσεις και οπισθοχωρούσαν πίσω από θάμνους, οξιές και κέδρα για να διαφύγουν.
Η συμπλοκή κράτησε 4 ώρες και έληξε, γιατί το ανταρτικό σώμα διασκορπίστηκε από μόνο του – συνηθισμένη τακτική – και έτσι δεν υπήρχε συγκεκριμένος στόχος, για να πλήξουν οι νιζάμιδες. Τελικά από κυκλικότερη καμπή οι αντάρτες κρύφτηκαν μέσα στο δάσος της Βασιλικιάς βρύσης γλιτώνοντας από την Τουρκική καταδίωξη. Απώλειες είχαν και οι δυο μεριές, τις γνωστοποίησαν στο εναγώνιο χωριό οι άνδρες της επιτροπής αμύνης λέγοντάς τους «χάσαμε δύο αντάρτες».
Πραγματικά δύο ήταν οι νεκροί και τρεις οι τραυματίες, μάλιστα ο ένας βαριά. Του φυγάδευσαν στο μοναστήρι του Τσιρίλοβου Καστοριάς, παίρνοντας μαζί τους και τους νεκρούς.
Οι Τούρκοι είχαν πέντε νεκρούς και περισσότερους τραυματίες. Αυτούς τους νεκρούς τους έθαψαν οι Ναματιανοί κάπου κοντά στου Τζιότζιου το μύλο.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο αύξανε και το κύμα της Ελληνικής κυριαρχίας, αλλά συγχρόνως και τα Τουρκικά μέτρα ασφαλείας γίνονταν πιο καταπιεστικά. Η κατάσταση στη Μακεδονία γινόταν πολύ πιεστική ιδίως τελειώνοντας το 1907 και αρχίζοντας το 1908. Εξαιτίας της όλης κατάστασης που είχε διαμορφωθεί, ο τουρκικός στρατός έκανε εφόδους και στο χωριό, γιατί επισήμαναν από διάφορα γεγονότα και αφορμές ότι κάτι κρύβει εκείνο «το φιλήσυχο» χωριουδάκι. Μερικές εξωτερικές πληροφορίες για καταφύγια ανταρτών, μερικές αψιμαχίες στη γύρω περιοχή με αντάρτες, μερικές υποδοχές των Τουρκικών αποσπασμάτων περισσότερο υποκριτικές και λιγότερο εγκάρδιες, κάποιες μυστικές συνεργασίες και άλλα παρόμοια περιστατικά έφερναν τα βήματα των νιζάμιδων στο χωριό πιο συχνά και έψαχναν για ενόχους, κρύψανες και όπλα.
Έτσι μια μέρα ήρθε ένα απόσπασμα στο χωριό με πολύ άγριες διαθέσεις. Κάποιος κατέδωσε ότι οι τσοπαναραίοι της Πιπιλίστας φύλαγαν και έκρυβαν αντάρτες. Μόλις ήρθαν συνέλαβαν δυο Ναματιανούς που είχαν πρόβατα επειδή οι άλλοι ως συνήθως σε τέτοιες αφίξεις Τούρκων έλειπαν – και πλήρωσαν για όλους. Ήταν ο Γεώργιος Γκάτσος (Ζάμπος) και ο Κων/νος Γκάτσος (Ντούλας). Το απόσπασμα στρατοπέδευσε στον αυλόγυρο της εκκλησίας εκεί οδήγησαν τους δυο άντρες και άρχισαν να τους δέρνουν με την κατηγορία ότι συνεργάζονταν με τους αντάρτες. Βέβαια γνώριζαν, αλλά αρνήθηκαν κατηγορηματικά να ομολογήσουν. Ο ξυλοδαρμός συνεχίστηκε για αρκετή ώρα αλλά απάντηση καμία, οπότε τα πράγματα χειροτέρεψαν γιατί στήθηκε αγχόνη στο δέντρο του αυλόγυρου και πήραν το Ζάμπο να τον κρεμάσουν. Τότε επενέβησαν οι κάτοικοι του χωριού, ο μουχτάρης Γιαννούλης Παπαθωμάς και ο Παπασιώμος και με παρακλήσεις και υπενθυμίσεις για πρότερο «έντιμο» βίο απέτρεψαν το κακό και τους ξεπροβόδισαν με ευχές και πλούσια δώρα. Σε μια άλλη έφοδο, τέλη του 1907, έκαναν έρευνα στα σπίτια. Στο σπίτι του Παπαστέργιου ανακάλυψαν σε μια φρεσκοβαμμένη εντοιχισμένη κρυψώνα ένα όπλο που φυσικά το φύλαγε για το γνωστό λόγο. Τότε τον συνέλαβαν και παρ’ όλο που ήταν ιερωμένος τον φυλάκισαν στα Μπιτόλια (Μοναστήρι), εκεί που είχε φυλακιστεί και ο καπετάν Κώττας. Έμεινε έγκλειστος στη φυλακή ένα χρόνο με πολλά βασανιστήρια μετά την αμνηστία των Νεότουρκων το 1908 ήρθε στο χωριό, αλλά τα τραύματα της φυλακής κλόνισαν την υγεία του και μετά από διάστημα μιας χρονιάς πόνου πέθανε χωρίς να αξιωθεί να δει το χωριό του ελεύθερο που συνεχώς οραματιζόταν κι έλεγε «μια Μακεδονία ελεύθερη». Το όνομά του είναι γραμμένο στον κατάλογο των Μακεδονομάχων που φυλάγεται στα Αρχεία του Κράτους.
Μετά το σπίτι του Παπαστέργιου η έρευνα εντάθηκε αλλά χωρίς αποτελέσματα και στα άλλα σπίτια. Μόνο στο σπίτι του συμβούλου και μέλους της επιτροπής αμύνης Κων/νου Τζιαχάνη ο Τούρκος αξιωματικός έψαξε ανάμεσα στα άλλα, και στις δυο αμπάρες της πόρτας, έψαξε τη μια, ενώ συγχρόνως ο Μουχτάρης που τον συνόδευε, τον απασχολούσε επίτηδες με ερωταποκρίσεις και όταν πήγε να δει την άλλη αμπάρα όπου ήταν κρυμμένο το όπλο του είπε σταθερά «εδώ έψαξες πάλι θα ψάξεις» και έφυγε ο Τούρκος χωρίς να κοιτάξει.
Έτσι γλίτωσε ο Τζιαχάνης από βέβαιο θάνατο. Όλα αυτά τα γεγονότα αντί να κοπάσουν και να αμβλύνουν το ηθικό των Ναματιανών, έγιναν η αιτία να πεισματώσουν περισσότερο και να αυξήσουν τη βοήθεια προς τα ανταρτικά σώματα. Η συμμετοχή τους στο Μακεδονικό αγώνα σταμάτησε με την ανακήρυξη του συντάγματος των Νεότουρκων και την αναχώρηση του καπετάν Βάρδα από το χωριό.
Βέβαια ο αγώνας μόνον επιφανειακά τελείωσε το 1908, γιατί ανταρτικά σώματα συνέχισαν να δρουν στο Σινιάτσικο και στα άλλα Μακεδονικά βουνά μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους 1912 – 1913. Σε αυτούς τους πολέμους πήραν μέρος όλα τα παλικάρια του χωριού που στρατολόγησε ο Βάρδας και τα εκπαίδευσε στον ανταρτοπόλεμο μα και που έδωσαν έμπρακτα δείγματα ανδρείας και φιλοπατρίας όλον τον καιρό του Μακεδονικού αγώνα. Η εξιστόρηση αυτή είναι του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δ. Παπαθωμά από το χωριό μας.