Από το βιβλίο του ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ν. ΤΣΙΩΜΠΡΑ "ΤΑ ΝΑΜΑΤΑ (ΠΙΠΙΛΙΣΤΣΑ) ΒΟΪΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ"
Οι κάτοικοι του χωριού μας από την ίδρυσή του και μέχρι πριν 50 χρόνια ήταν στο σύνολό τους, εάν εξαιρέσουμε μερικές οικογένειες γεωργών, κτηνοτρόφοι. Το ορεινό και άγονο μέρος του χωριού μας δεν προσφερόταν για κανένα αλλά και αυτή μόνο για τους καλοκαιρινούς μήνες, διότι στα εδάφη του χωριού μας, το χειμώνα κάνει πολύ κρύο και πέφτουν πολλά χιόνια που παραμένουν άλιωτα πολλές βδομάδες μέχρι και μήνες, που ανάγκαζε τους κτηνοτρόφους να μεταβαίνουν το χειμώνα σε πιο θερμά μέρη, της Θεσσαλίας και του Λαγκαδά, Τα λίγα χωράφια που υπάρχουν στο έδαφος του χωριού μας που και αυτά είναι άγονα και φτωχά, δεν επέτρεπαν την απασχόληση με αυτά σε περισσότερες από καμιά δεκάδα το πολύ οικογενειών που και αυτές με πολλές στερήσεις τα φέρναν βόλτα. Η ξενιτιά στο χωριό μας ήταν ελάχιστη και οι άνθρωποι που αναγκάζονταν να ξενιτευτούν στην Αμερική, την Κωνσταντινούπολη και Ρουμανία μετρούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού και χωρίς να κατορθώσουν και αυτοί να δημιουργήσουν κάτι σπουδαίο.
Αν πάρουμε σαν βάση μια από τις τελευταίες δεκαετίες πριν από το 1950, που το χωριό μας είχε την μεγαλύτερη ζωντάνια, θα διαπιστώσουμε την παρακάτω επαγγελματική σύνθεση. Από τις 70 – 80 οικογένειες που διαβιούσαν τότε στο χωριό, οι 50 περίπου ήταν ημινομαδικές κτηνοτροφικές και καμιά 5 – 6 ήταν μόνιμες κτηνοτροφικές που ζούσαν χειμώνα καλοκαίρι στο χωριό. Ήταν και λίγες γεωργικές, πολύ λίγες και αυτές που ζούσαν μόνιμα στο χωριό, και μερικοί μετανάστες, και παλιότερα υπήρχαν και λίγοι κερατζήδες (μεταφορείς), οι οποίοι μετέφεραν εμπορεύματα από το ένα μέρος στο άλλο και πιο πολύ από το σιδηροδρομικό σταθμό του Αμυνταίου προς τις αγορές του Βοΐου.
Αυτά και μόνο ήταν τα επαγγέλματα των ανδρών του χωριού μας. Υπήρχαν και επαγγέλματα γυναικεία που ήταν η χειροποίητη βιοτεχνία των μάλλινων υφασμάτων που τα παρασκεύαζαν όλα με τα χειροποίητα ξύλινα εργαλεία όπως ήταν οι αργαλειοί, τα λανάρια, τα τσικρίκια, οι ρόκες, οι ανέμες και ένα σωρό τέτοια μικροεργαλεία, που με όλα αυτά έφτιαχναν τα μάλλινα υφάσματα από κάλτσες μέχρι τις φημισμένες φλοκάτες που την εποχή εκείνη ήταν το μοναδικό κλινοσκέπασμα κάθε σπιτιού. Η πρώτη ύλη όλων των παραπάνω υφασμάτων ήταν το μαλλί που ήταν πρωτογενής παραγωγή τους.
Από τη μέρα που κούρευαν τα γιδοπρόβατα, άρχιζαν και οι εργασίες της γυναίκας του χωριού μας που διαρκούσε όλο το καλοκαίρι. Ξεκινούσε πρώτα από το πλύσιμο, την ύγρανση, το γνέσιμο στο λανάρι (λανάρισμα), το γνέσιμο στη ρόκα ή στο τσικρίκι για να γίνει κλωστή και στη συνέχεια η ύφανση στον αργαλειό για να γίνει το υφαντό, φλοκάτη, δίμιτο, στρωσίδι, μαλλιώτο, κάπα, και άλλα πολλά που ήταν απαραίτητα για τις καθημερινές χρήσεις της οικογένειας, αλλά και για το εμπόριο όταν περίσσευε μαλλί και υπήρχαν και εργατικά χέρια.
Πολλά από τα υφαντά αυτά μετά από την ύφανση στέλνονταν στα μπατάνια και τις ντριστέλες του γειτονικού μας χωριού Σισάνι για μια ακόμη περαιτέρω εργασία, ακολουθώντας το βάψιμο και το ράψιμο, κάπες και μαλλιώτα από ειδικούς ράφτες κτηνοτρόφους του χωριού μας. Το χειμώνα οι γυναίκες των κτηνοτρόφων ασχολούνταν με το πλέξιμο και το κέντημα, έπλεκαν φανέλες, μπλούζες και κάλτσες για τις ανάγκες των οικογενειών τους και κεντούσαν τα ψιλικά για τις προίκες των κοριτσιών τους.
Οι γυναίκες των γεωργών, συγκριτικά με τις παραπάνω εργασίες των γυναικών των κτηνοτρόφων ήταν περιορισμένες λόγω του ότι δεν διέθεταν την πρώτη ύλη, το μαλλί, αλλά και ορισμένα από τα παραπάνω είδη δεν τους ήταν απαραίτητα, το καλοκαίρι ασχολούνταν πιο πολύ με τα κηπευτικά, τα ξεβοτανίσματα των χωραφιών τους, το θέρισμα, το αλώνισμα των σιταριών, το πότισμα, και αργότερα τη συγκομιδή των προϊόντων τους. Το δε χειμώνα είχαν και αυτές την ίδια απασχόληση όπως οι γυναίκες των κτηνοτρόφων.
Αυτά γίνονταν μέχρι το 1940. Από τότε και στο εξής τα πράγματα άλλαξαν πολύ, τα επαγγέλματα των προγόνων μας άρχισαν να αλλάζουν και από κτηνοτρόφους και γεωργούς να γίνονται πετυχημένοι έμποροι, βιοτέχνες, ιδιωτικοί υπάλληλοι, και να μπαίνουν και στο δημόσιο τομέα σπουδάζοντας τα παιδιά τους που τα βλέπουμε σήμερα να είναι πετυχημένοι επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων του επιστημονικού, τεχνολογικού και πολιτικού βίου.
Θα ήθελα να αναφέρω όλους αυτούς τους επιστήμονες και δημόσιους υπαλλήλους ονομαστικά, αλλά λόγω της μεγάλης διασποράς των, δεν είναι δυνατόν να τους γνωρίζω και να τους αναφέρω όλους, που αυτό μπορεί να δημιουργήσει παρεξήγηση σε κάποιους που λόγω άγνοιας δεν θα τους αναφέρω.
Για τον παραπάνω λόγο θα τους αναφέρω ομαδικά και κατά ειδικότητες στο περίπου. Θα αρχίσω πρώτα από τους γιατρούς που είναι περισσότεροι από 5 διάφορων ειδικοτήτων, επίσης άλλοι τόσοι είναι δικηγόροι, παραπάνω από δέκα είναι οι μηχανικοί, μηχανολόγοι και ηλεκτρολόγοι, περισσότεροι από 25 εκπαιδευτικοί, περισσότεροι από πέντε αστυνομικοί και 2 – 3 στρατιωτικοί, περί τους 20 υπάλληλοι της ΔΕΗ, περί τους 5 – 6 γεωπόνοι, κτηνίατροι και ίσως και άλλοι που μου διαφεύγουν από τη μνήμη και πάρα πολλοί είναι αυτοί που φοιτούν σήμερα στα πανεπιστήμια, στα ΤΕΙ και σε διάφορες άλλες σχολές σε όλους τους κλάδους της Επιστήμης και της Τεχνολογίας.
Και πάνω απ’ όλα αυτά, έχουμε και στον εκκλησιαστικό χώρο που είναι ο μοναδικός στο χωριό μας και θα τον αναφέρω ονομαστικά, το άξιο τέκνο του χωριού μας τον αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δ. Παπαθωμά, καθηγητή πανεπιστημίου, που τα πολλά προσόντα που τον συντροφεύουν γρήγορα θα τον δούμε στη θέση του επισκόπου, που λόγω της τεράστιας μορφώσεώς του σίγουρα του ανήκει.
Εκτός τους παραπάνω επιστήμονες και τεχνολόγους, έχουμε και τους πετυχημένους επαγγελματίες που είναι πάρα πολλοί και που διαχειρίζονται πολλές επιχειρήσεις, γουνοποιοί, έμποροι τροφίμων, οπωρολαχανικών, βιοτεχνιών και πολλών άλλων ειδικοτήτων.
Και θέλω να σημειώσω ακόμα, και να είστε βέβαιοι γι’ αυτό, ότι κανένα ίσως άλλο χωριό δεν έχει σε αναλογία τόσους πολλούς επιστήμονες και επιχειρηματίες, όσους έχει τούτο το άγνωστο και λησμονισμένο μικρό χωριό, που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε κει απάνω στις λοφοπλαγιές του Σινιάτσικου, στην καθαρή και αμόλυντη ατμόσφαιρα που δημιούργησε την πιο γνήσια λαότητα, που για χρόνια έζησε ξεχασμένη, και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ξεπετάχτηκε και τράβηξε ολόισια μπροστά, αποδεικνύοντας τα σπάνια προσόντα του.