Πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ Δ. Στεφάνου.
Γεννήθηκε στις 19/5/1978 σπούδασε Κοινωνικός Λειτουργός στο ΤΕΙ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ. Τον Σεπτέμβριο του 2005 χειροτονήθηκε διάκονος από τον μακαριστό επίσκοπο Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιο Κόμπο. Στις 6 Δεκεμβρίου 2006 εορτή του Αγίου Νικολάου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον νυν Μητροπολίτη Παύλο. Έκτοτε διακονεί ως εφημέριος στα χωριά Σισάνι και Νάματα.
Tα Νάματα έχουν τρεις εκκλησίες, την κεντρική και μοναδική μέσα στο χωριό, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, την Αγία Παρασκευή μοναστήρι που η περιγραφή της ακολουθεί στη συνέχεια, και το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία (Αϊλιάς).
Ο Άγιος Νικόλαος είναι κτισμένος στο βορειοδυτικό άκρο του χωριού και είναι ορατός απ’ όλα τα σπίτια του χωριού. Προτού κτιστεί στη σημερινή του θέση, υπήρχε παλαιότερος που ήταν στην τοποθεσία «Τσέρος» στους ανατολικούς πρόποδες της Μαγούλας, γιατί και το χωριό τότε ήταν περιορισμένο μόνο στον πέρα μαχαλά, όπως μας πληροφορεί η παράδοση, εκεί ήταν και το νεκροταφείο.
Αργότερα, όταν μεταφέρθηκαν και οι κάτοικοι της Κιουτσιούκ Πιπιλίστας και κτίστηκε ο κεντρικός μαχαλάς από αυτούς, μεταφέρθηκε και η εκκλησία στη σημερινή της θέση, και στη συνέχεια και το νεκροταφείο. Αυτό πρέπει να έγινε στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, το γεγονός αυτό βεβαιώνει ένας μαρμάρινος σταυρός που σώζεται μέχρι σήμερα, και έχει χαραγμένα πάνω του τα εξής γράμματα. «+ 1814 ΜΠΟΖΙΟΥΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 25». Απόγονοι της οικογενείας Μπόζιου διαβούν σήμερα στην Εράτυρα και τη Σιάτιστα, και έβαλαν το σταυρό αυτό στο νεκρό της το 1814 και εφόσον βρέθηκε στο νέο νεκροταφείο θα πει ότι πριν το 1814 είχε μεταφερθεί στη σημερινή του θέση. Δεν αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο να είχε μεταφερθεί και λίγο αργότερα και μαζί με αυτό να μεταφέρθηκε και ο σταυρός από το πρώτο νεκροταφείο του Τσέρου.
Τον παραπάνω σταυρό διεκδικεί και η οικογένεια Παράσχου, της οποίας αρκετοί απόγονοι υπάρχουν στο χωριό, και, όπως ισχυρίζονται, την εποχή εκείνη το επίθετό τους ήταν Μπόζιος και αργότερα αλλάχτηκε και πήραν το σημερινό, και ο σταυρός ανήκει στην οικογένειά τους.
Ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαθωμάς που είναι και απόγονος της οικογένειας Παράσχου, ισχυρίζεται βάσιμα πως ο σταυρός ανήκει στην οικογένεια Μπόζιου από τη Σιάτιστα που τότε ζούσε εδώ στο χωριό.
Άλλη μια παράδοση μας πληροφορεί ότι η εκκλησία ήταν κτισμένη από την ίδρυση του χωριού στη σημερινή της θέση και μόνον το νεκροταφείο ήταν στον Τσέρο.
Η παράδοση αυτή είναι και η πιο πιθανή αν πάρουμε σαν μαρτυρία τα τέσσερα δέντρα (βελανιδιές) που είναι εκεί κοντά και σώζονται μέχρι σήμερα, τα δυο είναι μέσα στο προαύλιο της Εκκλησίας, ένα άλλο μέσα στο νεκροταφείο και το τέταρτο έξω από το περίφραγμα του αυλόγυρου της Εκκλησίας μόλις δύο μέτρα.
Τα δέντρα αυτά κατά τους ειδικούς δασολόγους έχουν ηλικία άνω των εξακοσίων χρόνων που οπωσδήποτε σχετίζονται και με την Εκκλησία, που μας δίνουν την αδιάψευστη διαβεβαίωση ότι η Εκκλησία μας και συγχρόνως και το χωριό μας ιδρύθηκε πριν 600 τουλάχιστον χρόνια.
Πάντως έτσι ή αλλιώς η Εκκλησία αυτή, όχι η σημερινή αλλά η προγενέστερη, είτε η πρώτη ήταν ή η δεύτερη, καταστράφηκε από πυρκαγιά, και γύρω στα 1856 ξαναχτίστηκε, και πρέπει να μην είχε καταστραφεί εντελώς, και οι τότε κάτοικοι του χωριού να πρόλαβαν και διέσωσαν ορισμένες εικόνες και το τέμπλο της, διότι, όπως θα δούμε παρακάτω, οι εικόνες της νέας Εκκλησίας που διασώθηκαν από την προηγούμενη έχουν μερικές από αυτές ημερομηνία πριν το 1856 που κτίστηκε η νέα, καθώς και το τέμπλο (εικονοστάσιο). Η παράδοση μας πληροφορεί ότι ήταν Μοσχοπολίτικης προέλευσης, το οποίο έφεραν οι κάτοικοι της Κιουτσούκ Πιπιλίστας που είχαν έρθει από την πόλη αυτή. Οι παρακάτω εικόνες που διασώθηκαν και υπήρχαν μέχρι το 1964 που η Εκκλησία ξανακάηκε για δεύτερη φορά είχαν τις εξής αφιερώσεις:
Μια από αυτές έγραφε («δεήσεις του Αναστασίου Φουρκιώτη 1858», άλλη μια Αθανασίου Τζιάρα (Τσιάρα), άλλη Γιαννούλη Γκάτσου 1858, άλλη μια Γεωργίου Τζιαχάνη, και άλλη μια Γ. Κωτιά, που το όνομα αυτό είναι άγνωστο, ίσως σε κάποιον ξένο δωρητή, άλλη μια έγραφε «του εντιμότατου κυρίου Πούλιου Παπαϊωάννου εκ Μπλάτσης» και άλλες δυο φορητές: η μια έγραφε 1833 και η άλλη «της Θεοτόκου μεγάλη, α.χ.α.β = 1612»
Οι περισσότερες εικόνες αυτής της Εκκλησίας ήταν με χρονολογία 1858 δηλαδή δυο χρόνια μετά το κτίσιμό της, μια μαρμάρινη πλάκα εντειχισμένη εξωτερικά στο βορεινό της τοίχο, και στο σημείο που τη χωρίζει από την κοινοτική πλατεία σε ύψος τρία μέτρα με σκαλιστά γράμματα έγραφε «1856».
Την Εκκλησία αυτή που με μεγάλους κόπους έκτισαν οι πρόγονοί μας, είχε χειρότερη τύχη από την πρώτη διότι ύστερα από 108 χρόνια ακριβώς το 1964 στις 24 Οκτωβρίου Σάββατο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά και από τυχαίο γεγονός. Την ημέρα εκείνη το βράδυ ώρα 9 περίπου, νύχτα την εποχή εκείνη, και όταν αντιληφθήκαμε το συμβάν ήταν πλέον αργά, η φωτιά είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που ήταν αδύνατο να πλησιάσει κανείς, σε πάρα πολύ μικρό διάστημα όλο το χωριό μικροί και μεγάλοι φτάσαμε στον τόπο της φωτιάς, στην προσπάθεια μας να ανοίξουμε τη νότια κεντρική είσοδο. Δυστυχώς δεν το κατορθώσαμε. Στην προσπάθεια να ανοίξουμε τη διπλανή αριστερή είσοδο που οδηγούσε στο γυναικωνίτη. Μόλις κατορθώσαμε να την ανοίξουμε, τότε ήταν που οι φλόγες όρμησαν ακράτητες προς τα έξω και μας ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουμε. Η φωτιά ήταν πλέον ανεξέλεγκτη και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα τα πάντα κατέρρευσαν με αποτέλεσμα να μην μπορέσουμε να διασώσουμε το παραμικρό. Μόνο το καμπαναριό σώθηκε μαζί με την καμπάνα του, σαν από θαύμα γιατί ήταν κολλημένο με την Εκκλησία, ήταν κτισμένο όπως ακριβώς το σημερινό αλλά στην αντίθετη γωνία της εκκλησίας, εκεί ακριβώς που είναι η κύρια είσοδος του αυλόγυρου.
Αυτή η εκκλησία που αναφερόμαστε ήταν κτισμένη ακριβώς στην ίδια θέση με τη σημερινή, μόνον το μήκος της ήταν κατά 6 μέτρα μεγαλύτερο προς το μέρος του νεκροταφείου και ο δυτικός της τοίχος ήταν βουβός χωρίς είσοδο και παράθυρα και όχι όπως είναι ο σημερινός, αλλά και το πνευματικό κέντρο δεν υπήρχε τότε και ένας πανύψηλος τοίχος χώριζε την πλατεία από το νεκροταφείο. Στο σημείο του πίσω βορεινού τοίχου του σημερινού πνευματικού κέντρου, που κολλούσε στον τοίχο της εκκλησίας με μια στενή είσοδο που επικοινωνούσε η πλατεία με τα νεκροταφείο και στο κάτω δυτικό άκρο αυτού του τοίχου, το 1902 είχε ανεγερθεί οστεοφυλάκιο που ως τότε τα οστά των νεκρών έμειναν εκτεθειμένα στην διάθεση των σκύλων. Η παραπάνω χρονολογία είναι η διαβεβαίωση μιας εντοιχισμένης πήλινης πλάκας που είχε χαραγμένη τη χρονολογία (1902).
Κατεδαφίστηκε το 1985 λόγο παλαιότητας και στη θέση του έχει ανεγερθεί το σημερινό. Το πνευματικό κέντρο ανεγέρθη τo 1980 δαπάνης των απανταχού χριστιανών αλλά και με προσωπική εργασία ορισμένων χωριανών μας.
Η καμπάνα του παλιού κωδωνοστασίου το οποίο και κατεδαφίστηκε, μεταφέρθηκε και αναρτήθηκε στο νέο, η οποία έχει τα εξής ανάγλυφα γράμματα: «ΕΝΟΡΙΑ ΠΙΠΙΛΙΣΤΑΣ 1928». Αυτή η καμπάνα αντικαταστάθηκε από μια άλλη που ήταν πιο μικρής κατασκευής του 19ου αιώνα. Η καμπάνα αυτή εκτός από τα εκκλησιαστικά της καθήκοντα εκτελούσε και καθήκοντα σχολικού ωρολογίου, αυτή καλούσε τους μαθητές να προσέλθουν στα μαθήματά τους πρωί και απόγευμα, βάση του εκκρεμούς σχολικού ωρολογίου μέχρι την ημέρα που έκλεισε οριστικά 12/6/1970. Από τότε και μέχρι σήμερα εξασκεί μόνον τα εκκλησιαστικά της καθήκοντα, πότε ευχάριστα και πότε θλιβερά, αλλά κατά αραιά διαστήματα.
Αξίζει να σημειωθεί πως μετά το κάψιμο της εκκλησίας τον Οκτώβριο του 1964 αρχίζει νέος αγώνας για το ξαναχτισμό της.
Σχηματίστηκε επιτροπή ανεγέρσεως του Ναού, αποτελούμενη από τον Ιερέα του χωριού Γρηγόριο Παπαθωμά πρόεδρο, τον Νίκο Μαρκούση ταμία, τον Δημήτριο Παπαθωμά, δάσκαλο του σχολείου, γραμματέα και άλλους ως μέλη.
Κατορθώνει η επιτροπή αυτή, να της εγκριθεί άδεια να διενεργήσει έρανο σε ολόκληρο το Νομό Κοζάνης, σχηματίζοντας ερανικές ομάδες από εθελοντές και άμισθους Ναματιανούς, και γυρίζουν όλα τα χωρά του νομού μέχρι και το χωριό Γέρμας που ανήκει στο Νομό Καστοριάς, παράνομα.
Από τον έρανο αυτό συγκεντρώνουν τα πρώτα χρήματα και ξεκινούν την ανέγερση. Όλοι οι χωριανοί μας κάτοικοι και μη προσφέρουν τον κατά δύναμη οβολόν τους, αλλά και την προσωπική τους εργασία, και βοηθούν ο καθένας με τον τρόπο του, τους μαστόρους που την κτίζουν.
Την επόμενη Κυριακή από το κάψιμο η θεία λειτουργία γίνεται στο κοινοτικό γραφείο και μέχρι τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς στήνεται μια πρόχειρη ξύλινη εκκλησία στο εσωτερικό χώρο της καμένης εκκλησίας. Αυτή η πρόχειρη λειτουργεί κανονικά και τελούνται όλα τα μυστήρια που δημιουργούνται στο διάστημα μέχρι την αποπεράτωση της νέας, που είναι έτοιμη σε λιγότερο από ένα χρόνο, όχι βέβαια αποπερατωμένη αλλά μπορεί να λειτουργεί άνετα. Τότε κατεδαφίζεται η πρόχειρη που ήταν άθικτη μέσα στην καινούργια και την επόμενη Κυριακή η λειτουργία τελείται στην νέα εκκλησία.
Ο γνωστός και άξιος ιερέας μας Γρηγόριος Παπαθωμάς, εκτός του ότι συμμετείχε και ο ίδιος στους εράνους, τρέχει και κτυπά τις πόρτες των αρμοδίων υπηρεσιών, να αποσπάσει κανένα κονδύλιο, αλλά οι υπηρεσίες δυστυχώς αρνούνται, εκτός από ένα μικρό από τα κρατικά λαχεία με το ποσό των 20 χιλιάδων δραχμών που αντιστοιχεί με 150 ημερομίσθια εργατικά.
Η περίοδος εκείνη είναι που το χωριό καταρρέει και τα οικονομικά των χωριανών μας είναι φτωχά, αλλά η εκκλησία έχει ανεγερθεί έστω και με λίγες εικόνες και λίγα εκκλησιαστικά βιβλία, όλα παλιά δωρισμένα από τα γύρω χωριά.
Από το 1975 και μετά το χωριό αρχίζει να αναβιώνει, και τα οικονομικά των χωριανών μας έχουν κάπως αναρρώσει, ανακαινίζονται τα πιο πολλά σπίτια και ανεγείρονται καινούργια στην θέση των ετοιμόρροπων, αλλά και τα οικονομικά της εκκλησίας μας είναι τώρα πιο πλούσια.
Οι διάφορες εκκλησιαστικές επιτροπές που ακολουθούν κάνουν όλες τις εσωτερικές επενδύσεις, κτίζουν καινούργιο αυλόγυρο και κτίζουν και το πολυτελές πνευματικό κέντρο και το νάρθηκα. Μέσα σε λίγα χρόνια η εκκλησία μας είναι τέλεια και είναι μια από τις καλύτερες της περιοχής. Και όλα αυτά γίνονται από τα λίγα έσοδα της εκκλησίας, από δωρεές διάφορων χριστιανών, αλλά και πολλά από προσωπική εργασία Ναματιανών.
Μια αξιομνημόνευτη δωρεά είναι αυτή της μαρμαρόστρωσης του δαπέδου του Ναού από τους αδελφούς Γκάνα Μιχάλη και Κώστα στη μνήμη του προσφάτως αποβιώσαντος αδελφού τους Αθανασίου, αλλά δυστυχώς μέσα σε τέσσερα χρόνια ακολουθούν και οι δυο το δρόμο που είχε πάρει πρώτος ο αδερφός τους Αθανάσιος. Την ώρα που γράφω το έργο αυτό γίνεται επέκταση του Ναού προς το νεκροταφείο (πρόναος) από την υπάρχουσα εκκλησιαστική επιτροπή και όπως φαίνεται η αποπεράτωση της θα είναι σύντομη και σαν τελευταίο έργο που απομένει είναι η αγιογράφηση, την οποία προσδοκώ πως θα γίνει σύντομα. Γι’ την ανέγερση και την αποπεράτωση του σημερινού ιερού Ναού Αγίου Νικολάου του χωριού μας, εργάστηκαν όλοι οι παραβρεθέντες κάτοικοι που ήταν σε κατάλληλη ηλικία και είχαν τις δυνατότητες, κάτι που θα μείνει μια κληρονομιά στις επερχόμενες γενεές μας, και σαν φόρο τιμής ας θυμούνται το παρακάτω ποίημα του Γεωργίου Αθάνα (Νόβα).
Στο χωριό μας που δεν είναι κι’ ομορφότερο στην πλάση
Μας άφησαν οι γονιοί μας μια (ολόχαρη) εκκλησιά.
Δεν της έχουμε φτιαγμένο μαρμαρένιο εικονοστάσι.
Τα καντήλια της δεν είναι ασημένια και χρυσά.
Φτωχικά ντυμένους έχει και τους γέρους της παπάδες.
Ταπεινοί και οι δυο της ψάλτες είναι πάντα εργατικοί.
Στα μανάλια της μεγάλες δεν ανάβουμε λαμπάδες.
Στον αφέντη (AΪ ΝΙΚΟΛΑ) το μικρό κεράκι αρκεί.
Κι όμως στο μικρό της χώρο που όλους κι όλους δεν μας πιάνει
Του θεού το μεγαλείο αισθανόμαστε τρανό
Πουθενά πιο μυρωμένο δεν καπνίζει το λιβάνι
Πουθενά το καντηλάκι δεν σπιθάει πιο φωτεινό.
Στην καλή μας εκκλησούλα όλοι μας εκεί στη μέση
Χριστιανοί στην κολυμπήθρα γίναμε κλαψαριστά
Θα γελούσαμε μια μέρα και γαμπροί στην ίδια θέση
Θα σωπάσουμε μιαν άλλη με τα μάτια μας κλειστά
ΤΟ ΞΩΚΛΗΣΙ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ (ΑϊλιΑΣ)
Tο εκκλησάκι Αϊλιάς, είναι κτισμένο βορινά του χωριού μας στο ομώνυμο ύψωμα στην κορυφή του, κτίστηκε το 1952 από τον συγχωριανό μας Νικόλαο Διαμάντη (Γκαβανά). Από παράδοση των παππούδων μας γνωρίζουμε πως ένα άλλο πολύ παλιό εκκλησάκι αφιερωμένο στον ίδιο προφήτη υπήρχε λίγο πιο κάτω από την κορυφή του Αϊλιά 500 μέτρα ανάμεσα στα πανύψηλα αιωνόβια δέντρα που σώζονται μέχρι σήμερα.
Αυτό το γεγονός βεβαιώνεται και από το τοπωνύμιο (Αϊλιάς) που ήταν γνωστό πολλά χρόνια πριν χτιστεί το σημερινό εκκλησάκι. Με την εγκατάλειψη του χωριού το 1970, το εκκλησάκι αυτό έμεινε αφρόντιστο, εγκαταλειμμένο και ανεμοδαρμένο καθώς ήταν στην κορυφή αυτού του λόφου με υψόμετρο 1386 μέτρα και είχε περιέλθει σε ερείπωση.
Με μια μικρή συντήρηση που έγινε από την εκκλησιαστική επιτροπή το 1980 μπόρεσε και κρατήθηκε όρθιο μέχρι το 1998, με ενέργεια ορισμένων κατοίκων του χωριού και με δαπάνες πολλών άλλων, αλλά και με αποκλειστική προσωπική εργασία των πρώτων, το εκκλησάκι ανακαινίστηκε με καινούργια σκεπή, σουβαντίστηκε μέσα και έξω, έγινε ψευδοροφή με επένδυση ξύλινη, το δάπεδο του μαρμαροστρώθηκε και προστέθηκε στην νότια πρόσοψη του Νάρθηκα, επίσης μαρμαρόστρωτος με πεζούλια που καλύπτουν και τη δυτική του πλευρά, έγινε περίφραξη γύρω γύρω με σιδεροπασάλους και με χοντρό συρματόπλεγμα.
Στον δυτικό τοίχο και πάνω στη σκεπή στήθηκε μια σιδεροκατασκευή τύπου κωδωνοστασίου, και αναρτήθηκε σ’ αυτό μια μετρίου μεγέθους καμπάνα που ο κάθε επισκέπτης (προσκυνητής), τραβώντας το σκοινί που είναι δεμένο από το γλωσσίδι της, αναγγέλλει την εκεί παρουσία του καθώς σκορπούν οι ήχοι της καμπάνας.
Το 1980 διανοίχτηκε αμαξωτός χωματόδρομος που είναι σε πολύ καλή κατάσταση, ο οποίος φτάνει μέχρι την είσοδο του Ναϊδρίου. Το εκκλησάκι αυτό είναι ένα από τα καλύτερα της περιοχής και κάθε χρόνο, εκτός των έκτακτων, στις 20 Ιουλίου ημέρα της γιορτής του προφήτη Ηλία, τελείται λειτουργία και ακολουθεί μικρό πανηγύρι.
Παρακάτω θα αναφέρω τους παπάδες που λειτουργούσαν κατά καιρούς στην εκκλησία του χωριού μας, και αυτούς που γνώρισα μετά το 1930 ο ίδιος, αλλά και αυτούς πριν το 1930, όπως τους έχω ακούσει από τον ιερέα μας τον π. Γρηγόριο Παπαθωμά.
Πρώτος ιερέας του χωριού μας που γνωρίζουμε ήταν ο Μιχαήλ Παράσχος, προπάππος των απογόνων Παράσχου που λειτουργούσε μετά το 1840 περίπου, και στη συνέχεια ο πάτερ Γεώργιος Παπαγεωργίου πατέρας του γνωστού Παπασιώμου, ακολουθεί ο πάτερ Θωμάς Σιώμος ή Παπαθωμάς 1870 – 1892. Ακολουθεί ο γιος του Στέργιος Παπαστέργιος 1892 – 1914 και συγχρόνως και ο γιος του Παπαγιώργη Θωμάς (Παπασιώμος) μέχρι το 1924. Απ’ ότι βλέπουμε παραπάνω, πολλές φορές λειτουργούσαν την ίδια περίοδο δυο παπάδες συγχρόνως και οι οποίοι τότε πληρώνονταν από τους ενορίτες.
Με τον Παπασιώμο και μέχρι το 1923, λειτουργούσαν ο πάτερ Αθανάσιος Παράσχος (Παπαθανασούλης) από τη Βλάστη, Ναματιανής καταγωγής και ανηψιός του Παπαμιχαήλ Παράσχου, και συγχρόνως και ο Ιωάννης Πιτσίλας επίσης Βλατσιώτης.
Από το 1923 και μέχρι το 1942 λειτουργούσε ο εκ Σαμαρίνας καταγώμενος πάτερ Ιωάννης Χοχλάκας ή Παπαγιάννης τον οποίο και θυμάμαι, γιατί κατά την περίοδο 1936 – 1942 ερχόταν τις καθημερινές μέρες της εβδομάδας και μας έκανε κατηχητικό στο Δημοτικό Σχολείο.
Μετά τον Παπαγιάννη το 1943 χειροτονείται ο Κων/νος Παπαστέργιος γιος του Παπαστέργιου και λειτουργεί μέχρι το 1947, όταν μετοίκησε στη Βλάστη και τη θέση του παίρνει ο Γρηγόριος Παπαθωμάς (ΠαπαΓρηγόρης) ανηψιός από αδερφό του ΠαπαΣτέργιου, που λειτουργεί μέχρι το 1969 και μετά λειτουργεί μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, ο πάτερ Χρήστος Φίτσιος (Παπαχρήστος) από το Σισάνι μέχρι το 1982, οπότε αποβιώνει εν Κυρίω και τη θέση του παίρνει ο πάτερ Νικόλαος Βέλκος (ΠαπαΝικόλας) από την Εράτυρα, Στις 6 Δεκεμβρίου 2006 εορτή του Αγίου Νικολάου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον νυν Μητροπολίτη Παύλο ο πάτερ Μιχαήλ Στεφάνου. Έκτοτε διακονεί ως εφημέριος στα χωριά Σισάνι και Νάματα μέχρι σήμερα.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Για το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής από το Ντομαβίστι (Φλαμουριά) ν.ο. θα προσπαθήσω να κάνω όσο το δυνατό γίνεται λεπτομερή εξιστόρηση από μαρτυρίες Μητροπολιτών, ηγουμένων, και από άλλους ερευνητές καθώς και γεγονότα που τα βίωσα και από ομολογίες μεγαλύτερων μου και από πρώτο χέρι.
Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Σινιάτσικο, τρία χιλιόμετρα ανατολικά του δρόμου Εράτυρας – Σισάνι και τέσσερα χιλιόμετρα νότια των Ναμάτων στα όρια με τον Πελεκάνο, αλλά μέσα στο Ναματιανό έδαφος. Είναι γνωστό ως Αγία Παρασκευή από το Ντομαβίστι. Το Ντομαβίστι λέξη Σλάβικη ήταν χωριό νότια του μοναστηριού μόλις ένα χιλιόμετρο.
Πάντως η ονομασία αυτή (από το Ντομαβίστι) δεν πρέπει να ταυτίζεται με το χωριό Ντομαβίστι, διότι αυτό το χωριό είχε δική του εκκλησία τους Αγίους Ταξιάρχες που σώζεται μέχρι σήμερα. Υπάρχει όμως η εκδοχή να ήταν από το πρώτο Ντομαβίστι που σήμερα λέγεται Παλιοχώρι, που ήταν πάνω από το Γκλιανοβίκο, και από αυτό δημιουργήθηκε το νέο Ντομαβίστι και μάλιστα στα χρόνια της τουρκοκρατίας γύρω στα 1500, όταν καταστράφηκε η Σισανούπολη. Ενώ το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής ιδρύθηκε πολύ πιο μπροστά και είναι αδιάψευστος μάρτυρας ένας μεγάλος καρόδρομος που ενώνει το Παλιοχώρι με το μοναστήρι, όπου τα ίχνη του διακρίνονται καθαρά μέχρι σήμερα.
Από τον καιρό που διαλύθηκε το Παλιοχώρι και μεταφέρθηκε στο νέο Ντομαβίστι, οι μπέηδες αυτού του χωριού το έκαναν και αυτό κτήμα τους, γιατί η ιστορία του χάνεται μέσα στα χρόνια της τουρκοκρατίας και εμφανίζεται και πάλι στον 18ο αιώνα με χριστιανική διοίκηση με ηγουμένους και καλόγερους, αλλά και πάλι κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ο τελευταίος μπέης του Ντομαβιστίου το ξανακάνει τσιφλίκι του με τη δύναμη του οθωμανικού δυνάστη.
Στον κατάλογο των χωριών, αυτό είναι δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης, ο οποίος το έχει καταχωρίσει στον κώδικα της Μητροπόλεως του 1797. Ο παραπάνω Μητροπολίτης Νεόφυτος το αναφέρει «χωρίον Ντομαβίστι και μοναστήρι Αγίας Παρασκευής» και ο Άνθιμος Σεβαστείας στην πραγματεία του για τις μονές της επαρχίας Σισανίου την αναφέρει «Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής κατά το Ντομαβίστι».
Το μοναστήρι αυτό είναι το αρχαιότερο της Μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης. Ο Διόδωρος στο 106/31-5-1940 έγγραφό του προς τον Ο.Δ.Ε.Π.: «η Μονή Φλαμουριάς- μετονομασία του Ντομαβιστίου – είναι ίσως η αρχαιοτέρα των μονών της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά δεν μπορούμε με ακρίβεια να γνωρίζουμε ποιον αιώνα έχει ιδρυθεί. Υπάρχουν μαρτυρίες για τον 8ο αιώνα».
Είναι γεγονός ότι το μοναστήρι μετά την ίδρυσή του χάνονται τα ίχνη στη διαδρομή του χρόνου και μέχρι το 1750 περίπου μπορεί να το εκμεταλλεύονταν οι μπέηδες του Ντομαβιστίου.
Μετά το 1880 μια παράδοση μας λέει «το μοναστήρι εληστεύθη και απεγυμνώθη τρεις φορές υπέρ των εξήντα χιλιάδων γροσίων του τότε καιρού. Εκτός ασημικών και άλλων πολύτιμων πραγμάτων, εις την τελευταίαν ληστείαν εφόνευσαν και τον δούλον του, εις το μαγειρίον και άλλον εις το δωμάτιο του κακοποιήσαντες απεβίωσε αργότερα».
Πιθανόν κατά την εποχή αυτή με τα παραπάνω γεγονότα ο Μπέης του Ντομαβιστίου να το ξανάκανε τσιφλίκι του, τούτο όμως δεν είναι απόλυτο, είναι όμως βέβαιο πως το 1874 το μοναστήρι με όλη του την περιουσία, εκτός από τις κτιριακές του εγκαταστάσεις και λίγα κτήματα γύρω από αυτές, έγινε κτήμα του Μπέη μέχρι την απελευθέρωση της Μακεδονίας και Ηπείρου το 1912. Οπότε με δικαστική απόφαση και χωρίς να εμφανιστούν οι Μπέηδες του Ντομαβιστίου ενώπιον του δικαστηρίου, το μοναστήρι απέκτησε ξανά την εδαφική του περιουσία και διοικήθηκε από ηγουμένους και καλόγερους, όπως θα δούμε παρακάτω, μέχρι το 1927 που με νόμο του κράτους απαλλοτριώθηκε από ακτήμονες κτηνοτρόφους και γεωργούς των τριών γύρωθεν κοινοτήτων Νάματα, Πελεκάνο, Σισάνι. Όσο για το χωριό Ντομαβίστι, το οποίο κατοικούσαν λίγοι Έλληνες χριστιανοί που ήταν οι κολλίγοι του Μπέη, με την αποχώρηση των Τούρκων το 1913, εγκατέλειψαν και αυτοί το χωριό τους και διασκορπίστηκαν στα γύρω χωριά προπαντός στον Πελεκάνο, στην Εράτυρα και στο Σισάνι, και ένας δύο στην Βλάστη.
Η λαϊκή παράδοση για την Αγία Παρασκευή λέει τα εξής: «Εις το χωριό Αγία Παρασκευή της Κοζάνης εμόνασε στο εκεί ασκηταριό γυναίκα ονόματι Παρασκευή και αναδειχθείσα αγία εις την συνείδηση του λαού, αλλά διώχτηκε από εχθρούς της πίστεως κατάφυγε στο Ντομαβίστι του Βοΐου, εκεί συνάντησε τον Άγιο Παντελεήμονα και την Αγία Σωτήρα, εμόνασαν εν συνεχεία εις το εκεί ασκηταριό που υπάρχει και σήμερα βόρεια του ναού. Μετά σαράντα ημέρες άνοιξαν στην επάνω επιφάνεια του ασκηταριού έξοδο και βγήκαν έξω εκεί αποχαιρετίστηκαν και χώρισαν. Ο Άγιος Παντελεήμονας κατευθύνθηκε στο Μουρίκι της Βλάστης και ίδρυσε ομώνυμο ναό. Η Αγία Σωτήρα πήγε πάνω και βορειοανατολικά από το χωριό Δρυόβουνο Βοΐου και έκτισε τη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και τέλος η Αγία Παρασκευή έμεινε παραπλεύρως του ασκηταριού και έκτισε την ταυτόνομη μονή». Πέρα όμως από τη λαϊκή παράδοση η οποία μοιάζει πιο πολύ με μύθο, έχουμε και τη γραπτή ιστορία που μας πηγαίνει εννιακόσια περίπου χρόνια πίσω.
Φαίνεται ότι το μοναστήρι είχε λαμπρή παράδοση, κτίσματα βιβλιοθήκη και κειμήλια, τα οποία όμως με την πάροδο του χρόνου λεηλατήθηκαν. Τα κτίσματα κατεδαφίστηκαν και σήμερα μένει μόνο ο ναός άφωνος μάρτυρας ενός λαμπρού ιστορικού παρελθόντος.
Το μοναστήρι, σύμφωνα με επιγραφή εικόνας σε πανί, το 1362 ήταν ιδρυμένο και ίσως και από πολύ παλιότερα. Το καθολικό όμως που σώζεται μέχρι σήμερα είναι αυτής της εποχής ή μεταγενέστερο της ίδρυσης; Γιατί δεν αποκλείεται ο σημερινός ναός να κτίστηκε στη θέση ακριβώς παλιότερου καθολικού, άλλωστε το «εκαινούργησε» που σημειώνεται στην τοιχογραφία της Αγίας Παρασκευής στο υπέρθυρο της εισόδου, από το νάρθηκα προς τον κύριο ναό. Το έτος 1761 μπορεί να σημαίνει επισκευή, μπορεί όμως και να σημαίνει και ξαναχτίσιμο του καθολικού πράγμα πιθανότερο.
Όπως φαίνεται από τα τυπολογικά δεδομένα του ναού, ο ναός σχετικά μικρός σε όγκο εξωτερικά φαίνεται ένα απλό οικοδόμημα με διαστάσεις 12,45 x 6,4 μέτρα ένα κτίσμα που το περίγραμμα της κάτοψης έχει σχήμα παραλληλόγραμμο. Εσωτερικά όμως παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς οι θολωτές κατασκευές και το σχήμα του σταυρού στην κάτοψή μας θυμίζει βυζαντινό πρότυπο.
Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι το μοναστήρι να κτίστηκε από τους κατοίκους του Παλιοχωρίου (πρώτο Ντομαβίστι), το οποίο αναφέρουμε περί του Ντομαβιστίου που ήταν στη θέση Γκλιανοβίκου δεξιά του δρόμου Εράτυρας Σισανίου όπου θεμέλια σώζονται μέχρι σήμερα.
Έχουμε και μία άλλη μαρτυρία για την ονομασία της εκκλησίας που μέχρι σήμερα σε όλα τα επίσημε στοιχεία που έχουμε, η εκκλησία αυτή αναφέρεται πάντα με τον τίτλο «η Αγία Παρασκευή από το Ντομαβίστι». Όλα αυτά μας πείθουν πως σίγουρα η εκκλησία αυτή κτίστηκε από τους κατοίκους του Παλιοχωρίου.
Εκτός από την επιγραφή που σώζεται μέχρι σήμερα και η οποία ομιλεί για ανακαίνιση το 1761-1769 και κάποιες γραπτές μαρτυρίες που αλλάζουν χρονολογικά το μοναστήρι στο 14ο αιώνα, οι παραδόσεις για τον 8ο και 9ο αιώνα είναι ατεκμηρίωτες. Τρεις γραπτές μαρτυρίες ανάγουν χρονολογικά την ίδρυση του μοναστηριού, κατά τον 14ο αιώνα οι δύο και τον 12ο η τρίτη. Η πρώτη είναι του Άνθιμου Σεβαστείας, στη συντομότατη περιγραφή του μοναστηριού στη μνημονευθείσα πραγματεία του, η οποία ακολουθεί. Γράφει λοιπόν ο Άνθιμος και επαναλαμβάνει για μια εικόνα της Αγίας Παρασκευής πάνω σε λευκό πανί με την εξής επιγραφή την οποία παραθέτω αυτούσια στην ορθογραφία και τους στίχους.
Ο ΜΙΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΙΧΟΥ ΣΤΟ ΤΟΜΑΒΙΣΤΙ
ΕΙΣ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
ΚΑΙ ΕΣΤΩ ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ
Το εσωτερικό του πρόναου της Αγίας Παρασκευής
(Έπονται πέντε δυσανάγνωστα ονόματα)
Έτος 1362 Αυγούστου 21
Γεώργιος Αθανάσιος Τάσο Στάνο και των γονέων
Τα ανακαίνισα ο Δωρόθεος 1775 Σισάνι.
Η εικόνα αυτή δεν σώζεται σήμερα, αλλά δεν υπήρχε ούτε το 1940, γιατί ο Καλλινδέρης παρατηρητικός ερευνητής θα την κατέγραφε, όπως αντέγραψε την επιγραφή και αρκετές ενθυμήσεις από τα λειτουργικά βιβλία.
Από την επιγραφή της εικόνας φαίνεται ότι το 1362 ήδη το μοναστήρι ήταν δεδομένο, αφού η εικόνα στέλνεται εις το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Τα όσα σημειώνονται στη συνέχεια πάνω στην εικόνα, ο Άνθιμος τα παραθέτει με μικρά στοιχεία, όπως φαίνεται τα είδε, είναι μεταγενέστερα και αναφέρονται σε ανακαίνιση του μοναστηριού το 1775 από κάποιον Δωρόθεο. Όλα τα παρατιθέμενα ονόματα είναι άγνωστα.
Άλλη γραπτή μαρτυρία είναι μια άγνωστη και αδημοσίευτη μέχρι σήμερα, βρέθηκε σε μία ενθύμηση μηναίου Ιανουαρίου τυπωμένο στη Βενετία το α.χ.κ.θ. 1629 παρά Αντωνίου γραμμένη και στα δυο χοντρά εξώφυλλα εσωτερικά, η οποία αναγράφει Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου. Εκτίστηκε του Έτους α.τ.κ.θ. επί την ηγουμονία Μιχαήλ Ιερομόναχου.
Σύμφωνα μ’ αυτήν την ενθύμηση, το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1329, δηλαδή 33 χρόνια νωρίτερα από τη αφιέρωση της εικόνας του 1362, έτσι οι δύο αυτές μαρτυρίες τοποθετούν την ίδρυση στις αρχές του 14ου αιώνα.
Μια τρίτη γραπτή μαρτυρία βρέθηκε σε μια ανέκδοτη επιστολή με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1914, που στέλνει ο ηγούμενος Στέφανος Ρεμούδος στο δασάρχη Κοζάνης. Η υπόθεση της επιστολής αναφοράς είναι το δάσος του μοναστηριού για την κυριότητα του οποίου υπήρχαν αμφισβητήσεις. Εκείνο που έχει σημασία εδώ είναι ότι μαζί με κάποια άλλα ιστορικά στοιχεία, ο ηγούμενος δίνει την πληροφορία ότι η μονή είναι βυζαντινή αριθμούσα βίον 728 ετών, με κτήματα και δάση. Με βάση αυτή τη μαρτυρία το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1194.
Αν και οι απόψεις αυτές δεν συμφωνούν με ακρίβεια μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το μοναστήρι είναι αρχαιότατο, το μόνο βυζαντινό, όπως γράφει και ο Ν. Παπαδάκης, όταν τονίζει ότι «στη μονή Σισανίου η εκκλησία είναι μόλις Τουρκικών χρόνων νεωτέρα της μονής Βυζαντινιαζούσης των σωζομένων εδώ Αγίας Παρασκευής της Δομαβίστης».
Έτσι επιβεβαιώνεται η γνώμη του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Πολυκάρπου, ο οποίος γράφει ότι εκ διαφόρων επιγραφών και άλλων πληροφοριών και τεκμηρίων δυνάμεθα να κατατάξουμε ταύτην την Ιεράν Μονήν μεταξύ των Ιερών Μονών του 13ου αιώνα.
Το μισό του εσωτερικού ναού καλύπτεται από τοιχογραφίες βυζαντινής τεχνοτροπίας αγνώστου αγιογράφου, πιθανόν να φιλοτεχνήθηκαν από κάποιο Νικόλαο από την «Κώμη Λιανοτόπιον» εις τον οποίο οφείλονται και οι τοιχογραφίες του Κύριου Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Δρυοβουνίου.
Σχετικώς υπάρχει παράδοση που αναφέρει ότι αυτός, μετά το πέρας της εκεί εργασίας του, πήγε στη Μονή της Αγίας Παρασκευής όπου δεν αποτελείωσε το έργο του λόγω θανάτου, διότι πράγματι η αγιογράφηση είναι ημιτελής, πάντως η τέχνη του αγιογράφου είναι θαυμάσια. Αν πρόκειται περί αυτού οι τοιχογραφίες τοποθετούνται στα μέσα του 17ου αιώνα. Το άλλο μισό συμπληρώθηκε με τοιχογραφίες κατά τα έτη 1761-1769 σύμφωνα με την υπάρχουσα επιγραφή. Αυτές είναι λαϊκής τεχνοτροπίας αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτών καλύφθηκε με υδρόχρωμα. Άλλη τοιχογραφία στην εξωτερική πλευρά της νότιας εισόδου μαρτυράει ότι έχει επιχειρηθεί συμπλήρωση της τοιχογραφίας κατά το έτος 1848. Λεπτής τέχνης είναι και το επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού το κάτω τμήμα του οποίου φέρει διάφορα σχήματα λαϊκού ζωγράφου.
Στο υπέρθυρο της εισόδου από το νάρθηκα προς τον κύριο ναό υπάρχει τοιχογραφία της Αγίας Παρασκευής όπου και σήμερα διαβάζεται καθαρά η εξής μεγαλογράμματη εκτός της τελευταίας σειράς επιγραφή: «1760 Ιανουαρίου 8 και θεού βοηθούντος και ευχή της Αγίας Παρασκευής ήλθεν ο Μωυσής Ιερομόναχος και εκαινούργησεν το παλαιόθεν ερημωμένο μοναστήριον. Η πατρίδα του επαρχία εκ Βελιγράδι και εζωγράφιζεν και την παρούσαν εικόνα αρχιερατούντος του πανιερώτατου δεσπότου Νικηφόρου Σισανίου ετελειώθη 1769 Νοεμβρίου 25».
1) Στην επιγραφή αυτή γίνεται λόγος ότι είχε μεσολαβήσει η περίοδος ερήμωσης της μονής ότι κατά το χρονικό διάστημα 1761-1769 κάποιος ιερομόναχος Μωυσής από το Βελιγράδι, ο οποίος ανακαίνισε το μοναστήρι και ζωγράφισε την εικόνα της Αγίας Παρασκευής επί αρχιερατείας Σισανίου Νικηφόρου 1746-1769.
2) Σε φορητή εικόνα του Αγίου Κυπριανού με χρονολογία 1812 αναγράφονται τα εξής: «1812 δέησις του δούλου του θεού Κυπριανού Ιερομόναχου και ηγούμενου της Αγίας Παρασκευής εκ της επαρχίας Αγίου Σισανίων του εκ της Λευκωσίας της Κύπρου εξ ενορίας φανερωμένης υπήρχε δε γνήσιος υιός του τε Ιωάννου και της Δέσπους, εζωγραφίσθη παρά Γεωργίου Μανουήλ εκ Σελίτζης».
3) Στο επάργυρο τμήμα της εικόνας της Αγίας Παρασκευής στο τέμπλο με κεφαλαία γράμματα διαβάζουμε τα εξής.
«ΕΚΑΛΟΠΗΣΘΕΙ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΗΚΩΝ ΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΕΝΟΡΙΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΝ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ Η Ωραία πύλη και το τέμπλο της Αγίας Παρασκευής
ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΥΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ» ΕΝ ΕΣΤΙ 1837 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 5
Εκθέσαμε στις προηγούμενες σελίδες την πιθανή ίδρυση της μονής του 12ου αιώνα ή και νωρίτερα, την άγνοια που καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα από την ίδρυση της ως το 1761 όταν ο ιερομόναχος Μωυσής «εκαινούργησεν το παλαιώθεν ερειπωμένο μοναστήρι», φθάνουμε στο 1871 όταν την ηγουμενία αναλαμβάνει ο αρχιμανδρίτης Διομήδης κ. Τσάτσου από τον Πελεκάνο. Επί της ηγουμενίας του το μοναστήρι όπως γράφει ο ίδιος στην ενθύμησή του της 20 Ιουλίου 1887 έκανε δίκες στο Λειψίστι (Νεάπολη), Βιτώλια (Μοναστήρι), Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη. Στο σημείο αυτό κάποια ανέκδοτα κείμενα από τα σωζώμενα στο ιστορικό αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης πρακτικά και επιστολές και παρέχουν ικανά στοιχεία για την ερήμωση τη διαρπαγή της περιουσίας και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε το μοναστήρι στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του αιώνος μας οπότε και διαλύθηκε.
Μία αναφορά μεταγενέστερης χρονολογίας της 25ης Οκτωβρίου 1914, την οποία στέλνει ο ηγούμενος Στέφανος Ρεμούδης στο δασάρχη Κοζάνης και της οποί-ας το περιεχόμενο θα το δούμε στη συνέχεια, κάνει λόγο για τον Μπέη που αγόρασε το 1874 προ 40ετίας γράφει στην αναφορά του το 1914, ο ηγούμενος μισή ώρα μακριά από το μοναστήρι 1500 στρέμματα γης. Αλλά βαθμηδόν αυθαιρέτως από το μοναστήρι με την δύναμη του οθωμανισμού περιέβαλε εις την κατοχή του κτήματα και δάση, όχι μόνον των περιχώρων Πέλκας και Πιπιλίστας, αλλά και ολόκληρον την Ιεράν Μονήν.
Έτσι όπως διαπιστώνεται και από άλλες πηγές, ο περίφημος Σεμσής Βέης από τη Λειψίστα (Νεάπολη) κατέλαβε τα κτήματα της μονής. Το μοναστήρι μέχριτο 1909 ήταν κλεισμένο στους 4 τοίχους του όπως γράφει ο ηγούμενος Στέφανος στην αναφορά του προς τον Δασάρχη Κοζάνης με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1914. Η αναφορά αυτή κείμενο ανέκδοτο, μας δίνει σημαντικές πληροφορίες «ότι αριθμούσε βίον 720 ετών, η Μονή Δομαβιστίου παρουσιάζει την τυπική αρπαγή της περιουσίας από τον Μπέη και τους γιους του», αλλά σύμφωνα πάντα με την αναφορά, μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος του 1909 οπότε η οθωμανική κυβέρνηση ήρξατο ζητούσα τίτλους νόμιμου κατοχής ηναγκάσθη ο Οθωμανός αυτός καθ’ ο στερούμενος εγγράφων να προβεί εις την ενοικίασιν ολόκληρον της περιφέρειας Δομαβιστίου αριθμούσης 50,000 στρεμμάτων εις τους εκ του χωριού Μπλάτση αδελφούς Κυριαζή, οίτινες μέχρι σήμερον εξακολουθούν νεμόμενοι κτήματα και δάση μη ανήκοντα εις τον ενοικιάζοντα αυτοίς οθωμανό.
Έτσι μετά την απελευθέρωση του 1912-1913 το μοναστήρι με ενέγειες του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεου Ανθουλίδη 1909-1920 νοίκιασε τα κτήματα που του ανήκαν, έγιναν δικαστικοί αγώνες και αποδόθηκαν στην κυριαρχική μονή. Γι’ αυτό ο ηγούμενος παρακαλεί το Δασάρχη, επειδή το προμνησθέν δάσος ανήκον αποκλειστικώς την Ιερά Μονή δεν τακτοποιήθηκε δικαστικώς για να αποδοθεί κι αυτό στη μονή, να μην εκδώσει άδεια ανθρακοποιίας στους αδελφούς Κυριαζή. Το κείμενο αυτό της αναφοράς που είχαμε την ευτυχία να βρούμε με αφορμή την παράκληση του ηγουμένου στο Δασάρχη, μας δίνει αυτές τις αξιόλογες πληροφορίες και την πλέον σημαντική ότι το μοναστήρι είναι ιδρυμένο προ 720 ετών δηλαδή το 1194.
Στη συνέχεια εγκωμιάζεται ο ηγούμενος Μακάριος Αναλυτής ο οποίος διαδέχτηκε το Στέφανο Ρεμούνδο γύρω στα 1915 και εκφράζει δυσαρέσκεια για το ερημωθέν υπό τον Μπέη χωριουδάκι Δομαβιστίου του οποίου τα κατάκλειστα σπιτάκια του υπενθυμίζουν ότι ζούσαν εκεί άλλοτε Έλληνες χριστιανοί ανηλεώς και απανθρώπως εκδιωχθέντες υπό του τυράννου τσιφλικούχου Μπέη.
Μας είπαν ότι προ της απελευθερώσεως ο Μπέης μεγαλουχών εδήλου ότι το μοναστήρι ήτο περιττόν και ως νεότουρκος θα το μετέβαλεν εις τζαμίον, (αλλά άλλαι βολαί Μπέη και άλλα βλέπετε θεός κελεύει). Το 1915 με το νόμο 588 της 19ης Ιανουαρίου τα μοναστήρια της επαρχίας ως ενοριακά και όχι σταυροπηγιακά υπήχθησαν στο γενικό εκκλησιαστικό ταμείο. Το έτος αυτό ηγούμενος αναλαμβάνει ο αρχιμανδρίτης Μακάριος Αναλυτής. Ο Μακάριος χρημάτισε αργότερα ηγούμενος και άλλων μοναστηριών της επαρχίας Σισανίου και όταν μετά το 1930 συγχωνεύθηκαν όλα τα μοναστήρια της Μητρόπολης κι έγιναν μετόχια μιας και μόνης μονής της επαρχίας Σισανίου και Σιατίστης της Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου, ο ίδιος ο ηγούμενος επόπτευε και όλα τα μετόχια.
Σε κατάλογο της κινητής περιουσίας του μοναστηριού που υπγράφει στις 22 Οκτωβρίου 1915, ο Μακάριος, φαίνονται 130 αιγοπρόβατα, 15 αγελάδες, 7 βόδια, 8 μόσχοι, 3 άλογα, 2 όνοι, 7 μελίσσια και το όλο ετήσιο καθαρό εισόδημα ανέρχεται σε 4500 δραχμές, μόλις που φτάνει για την κάλυψη των εξόδων. Το μοναστήρι δηλαδή είναι φτωχό, μόλις που καλύπτει τα έξοδά του. Είναι γεγονός ότι ο Μακάριος προσπάθησε να αυξήσει τα έσοδα αξιοποιώντας την κτηματική περιουσία.
Κατά τα έτη 1921-1922 στο μοναστήρι με την προστασία του ηγουμένου Μακαρίου γίνονται κτιριακές ανακαινίσεις οι οποίες 22 χρόνια αργότερα έμελλε να καταστραφούν ολοσχερώς δι’ εμπρησμού από γερμανικά στρατεύματα κατοχής την 25η Νοεμβρίου1943.
Το 1927 την ηγουμενία αναλαμβάνει ο αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Συρμακέσης. Αυτό φαίνεται σε πρωτόκολλο παραδόσεως και παραλαβής της περιουσίας των Ιερών Μονών Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου και Παναγίας Σισανίου, στο πρωτόκολλο με ημερομηνία 12 Απριλίου 1927. Φαίνεται ότι εγένετο κατά τον κατώτερο κατάλογο υπό του τέως ηγουμένου των εν λόγω Ιερών Μονών Αρχιμανδρίτου Μακαρίου η παράδοση της περιουσίας εις κινητά και ακίνητα εις τον νεοδιορισθέντα ηγούμενον Αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελον Συρμακέσην. Ο μέχρι τότε ηγούμενος Μακάριος παρέλαβε την ηγουμενία του μοναστηριού Μικροκάστρου, έγινε δηλαδή αμοιβαία μετάθεση των ηγουμένων των μοναστηριών Δομαβιστίου Μακαρίου και Μικροκάστρου Αγαθαγγέλου, μετάθεση η οποία σχολιάστηκε στον τύπο.
Στο ενεργητικό του Μητροπολίτη Ιερόθεου και του ηγουμένου Μακαρίου έχει εγγραφεί η προσπάθεια επανάκτησης του μοναστηριού το οποίο είχε αρπάξει ο Μπέης. Από τα παλιότερα χρόνια, όπως φαίνεται σε δελτίο καταγραφής, το μοναστήρι κατείχε έκταση εννέα χιλιάδων στρεμμάτων (9000) από τα οποία μόνο τα 1500 είναι καλλιεργήσιμα, ενώ τα υπόλοιπα ήταν δασώδες και πετρώδες, που χρησιμοποιούνταν ως βοσκότοποι. Οι τίτλοι (φιρμάνια) ιδιοκτησίας, όπως αναγράφεται στο δελτίο, βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή την κτηματική περιουσία την κατείχαν οι μπέηδες αλλά από το 1915 και μετά την κατείχε η μονή με προσωρινά μέτρα. Το 1926 με απόφαση του Υπουργείου έγινε απαλλοτρίωση ολόκληρης της έκτασης για τους ακτήμονες γεωργοκτηνοτρόφους των γύρω χωριών Πιπιλίστας, Σισανίου και Πελεκάνου. Το 1930 με νόμο που ίσχυσε για την ρευστοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, η μονή δεν είχε πλέον κτηματική περιουσία εκτός από τα 80 στρέμματα, αφού τα υπόλοιπα ήδη από το 1926 είχαν απαλλοτριωθεί υπέρ των ακτημόνων κατοίκων. Άλλωστε με το νόμο που ίσχυσε τότε και ο οποίος προέβλεπε ότι όσες μονές δεν είχαν τουλάχιστον πέντε μοναχούς, θα διαλύονταν. Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής μαζί με άλλα εννέα μοναστήρια της επαρχίας Σισανίου και Σιατίστης συγχωνεύθηκαν κι έγιναν μετόχια ενός και μόνου μοναστηριού που διατηρήθηκε, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου.
Το 1932 η επιτροπή απαλλοτριώσεων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο του αγροτικού νόμου (Π.Δ. 5/23 Ιουλίου 1932 μετά από αυτοψία κατένειμε την κτηματική περιουσία την μονής (μετόχια) κατ’ έκτασιν και κατηγορίαν α) σε βοσκιμήσιμη έκταση με αραιότατη δασική αυτοφυή βλάστηση δεκαδικά στρέμματα 3000, β) σε απόκρημνα και βραχώδη τοπία μη χρησιμοποιούμενα για βοσκή και επομένως εντελώς άχρηστα στρέμματα 1400, και γ) σε καλλιεργήσιμη και καλλιεργούμενη έκταση στρέμματα 1200. Συνολικά δηλαδή δεκαδικά στρέμματα 5600.
Η επιτροπή αποφάνθηκε ότι ο ιδιοκτήτης είναι το μοναστήρι και δεν αναγνώρισε την απαίτηση των απογόνων του Μπέη που παρενέβησαν για να συμμετέχουν στην επιδικαζόμενη αποζημίωση.
Τελικά η επιτροπή απαλλοτρίωσε το αγρόκτημα του μοναστηριού και παραχώρησε την έκταση αυτή στο συνεταιρισμό ακτημόνων καλλιεργητών Ναμάτων. Εκτός από τα 1400 στρέμματα πετρώδη και άχρηστα, καλλιεργήσιμα ήταν 1000 και βοσκήσιμα 2400.
Στο συνεταιρισμό Σισανίου, 298 ήταν καλλιεργήσιμα και 1000 βοσκήσιμα. Δύο χρόνια μετά, τα βοσκήσιμα στρέμματα του Σισανίου περιήλθαν στο συνεταιρισμό Ναμάτων, διότι ο συνεταιρισμός Σισανίου δεν τα χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας του, αλλά τα ενοικίαζε σε κτηνοτρόφους της Βλάστης. Στο συνεταιρισμό Πελεκάνου ανήκαν 489 στρέμματα καλλιεργήσιμα και 1000 βοσκήσιμα.
Εξαίρεση της απαλλοτρίωσης υπέρ του μοναστηριού έγινε με 92 καλλιεργήσιμα στρέμματα. Καθόρισε ονομαστικά τους κληρονόμους των συνεταιρισμών Ναμάτων, Σισανίου, Πελεκάνου και γνωμάτευσε ότι οι γεωργικοί συνεταιρισμοί των τριών κοινοτήτων πρέπει να καταβάλουν αποζημίωση στον Ο.Δ.Ε.Π. στον οποίο άνηκε από το 1930 η περιουσία της μονής.
Αποζημίωση για τους ιδιοκτήτες του απολλοτριωθέντος κτήματος αποφάσισε με την 127/1934 απόφαση του το δικαστήριο πρωτοδικών Κοζάνης. Το 1938 το δικαστήριο, επειδή εκκρεμούσε η αναγνώριση της ιδιοκτησίας, αποφάνθηκε ότι σύμφωνα με τους τίτλους κυριότητας η μονή Δομαβιστίου (ο ΟΔΕΠ) ήταν ο ιδιοκτήτης που απαλλοτριωθέντος και επομένως δικαιούται την αποζημίωση.
Με την απόφαση αυτή δικαιώθηκε η μονή, αφού αναγνωρίστηκε κυρίαρχος της περιουσίας την οποία διεκδικούσαν οι απόγονοι του Μπέη. Αλλά η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση παρά την απόφαση του δικαστηρίου δεν δόθηκε ποτέ.
Το 1940 ο Μητροπολίτης Διόδωρος γνωρίζει με έγγραφό του στο κεντρικό συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π. ότι δεν υπάρχει υποθήκη στο αγρόκτημα Φλαμουριάς κτήμα του μοναστηριού (Δομαβιστίου) και ότι άλλο είναι το αγρόκτημα Φλαμουριάς (τσιφλίκι Δομαβιστίου) και άλλο είναι η μονή Φλαμουριάς νυν μετόχι της μονής Μικροκάστρου.
Με την ευκαιρία αυτή τονίζει ο Διόδωρος ότι η μονή Φλαμουριάς είναι ίσως η αρχαιοτέρα όλων των μονών της Δυτικής Μακεδονίας, κτίστηκε προ εννιακοσίων περίπου ετών και αναφέρεται στο Σέμβη Μπέη, ο οποίος έχοντας το τσιφλίκι του στην περιοχή του μοναστηριού αυθαιρέτως επεξέτεινε τα όρια των αγρών του και κατέλαβε εις την κατοχήν του και ενέμετο και τα κτήματα της μονής μέχρι το 1914, οπότε η μονή έλαβε εις την κατοχήν της πάλι τα κτήματα της ως ήσαν γνωστά εις την περιφέρειαν ολόκληρον και ενέμετο ταύτα μέχρι το 1926, οπότε εγένετο η αναγκαστική αυτών απαλλοτρίωση υπέρ των ακτημόνων γειτονικών χωριών Νάματα, Σισάνι και Πελεκάνος.
Από την απαλλοτρίωση και μέχρι το 1945 τα εναπομείναντα κτήματα της μονής ήταν 90 στρέμματα, ο ηγούμενος της Μονής Μικροκάστρου τα ενοικίαζε σε γεωργούς της κοινότητας Ναμάτων με εξαίρεση τα έτη 1942-1945 που τα ενοικίασε σε κάποιον ιερέα Ζήκο (Παπαζήκο) κατά κόσμον Φωτόπουλο από τον Πελεκάνο που κατά την περίοδο εκείνη, ένας από τους γιους του Παπαζήκου Φώτης ονομαζόμενος, 20 χρόνων, αρρώστησε εκεί στο μοναστήρι που εργαζόταν στα κτήματα και προτού προλάβουν να τον μεταφέρουν στο χωριό του, εκεί στα κελιά της μονής πέθανε. Ο πατέρας του ο Παπαζήκος απέδωσε το θάνατο του γιου του σαν αιτία την καμπάνα της μονής την οποία προ ημερών είχε πάρει από εκεί και την μετέφερε στην εκκλησία του Πελεκάνου που ήταν και η ενορία του, και βέβαιος πλέον ο Παπαζήκος για το αμάρτημά της αφαίρεσης της καμπάνας από τη μονή για το θάνατο του γιου του, επέστρεψε την άλλη κιόλας μέρα την καμπάνα στη μονή και λένε οι κάτοικοι του Πελεκάνου πως την φορτώθηκε στην πλάτη του. Είναι λιγάκι απίστευτο γιατί η καμπάνα έχει βάρος πάνω από 50 κιλά, αλλά οι συντοπίτες του έτσι λένε.
Σίγουρα όμως η καμπάνα έτσι ή αλλιώς επέστρεψε στη μονή και έκτοτε κανείς δεν διανοήθηκε να την αγγίξει. Στις 25 Νοεμβρίου του 1943, όταν οι Γερμανοί μετά από το γνωστό κάψιμο του χωριού μας πέρασαν από την Αγία Παρασκευή επιστρέφοντας στη βάση τους τη Σιάτιστα, έβαλαν φωτιά στο καινούργιο οίκημα που είχε κτίσει ο ηγούμενος Μακάριος το 1922, το οποίο και καταστράφηκε εκ θεμελίων, το οίκημα αυτό ήταν διώροφο και είχε και υπόγειο, ο κάθε όροφος του είχε από τέσσερα μεγάλα δωμάτια και από ένα μεγάλο σαλόνι είχε εσωτερική ύδρευση και τουαλέτα που για την εποχή εκείνη αυτά ήταν σπάνια.
Ήταν κολλητά δίπλα στην άλλη διώροφη οικοδομή λίγο πιο χαμηλή από την πρώτη και αυτό βοήθησε να μην πάρει φωτιά και να σωθεί, αλλά και ο ναός δεν απείχε περισσότερο από τέσσερα μέτρα όπου κι αυτός σαν από θαύμα γλίτωσε τη φωτιά.
Το μεγάλο κτίριο που κάηκε δεν ξανακτίστηκε ποτέ αλλά και τα διπλανά κτίσματα που ήταν αρκετά κελιά, αμπάρια, φούρνος, αποθήκες, στάβλοι κλπ. Εγκαταλείφθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν και σιγά-σιγά το ένα μετά το άλλο κατέρρευσαν και μέχρι το 1960 δεν έμεινε τίποτα όρθιο.
Μόνος και αδιάψευστος αλλά και βουβός μάρτυρας του παρελθόντος έμεινε μόνο Ιερός Ναός της Αγίας Παρασκευής σιωπηλός και ολόρθος στο πέρασμα του χρόνου. Με σύμβαση Πολιτείας και Εκκλησίας το 1952-1953, όλα τα μοναστήρια της επικράτειας παραχώρησαν και την τυχόν εναπομείνασα περιουσία τους σε ακτήμονες γεωργούς της περιοχής τους.
Έτσι και τα υπόλοιπα 80 στρέμματα καλλιεργήσιμη γη που είχαν απομείνει στη μονή διανεμήθηκαν σε 4 ακτήμονες γεωργούς του χωριού μας και από τότε το μοναστήρι (μετόχι) περιορίστηκε μόνο στο χώρο που υπήρχαν τα κτίσματα του στο παρελθόν. Όλα αυτά ισοπεδώθηκαν και μετατράπηκαν σε έναν μεγάλο αυλόγυρο που γύρω-γύρω κτίστηκε από την επιτροπή της εκκλησίας μεγάλος πέτρινος τοίχος, έγινε και αποκεράμωση του ναού με σύγχρονα κεραμίδια και στη συνέχεια με πρωτοβουλία και χρηματοδότηση των αδελφών Γκάνα Μιχάλη και Κώστα ανεγέρθη παραδίπλα και νοτιοανατολικά ένα μεγάλο και σύγχρονο οικοδόμημα με πολλά κελιά, σαλόνια, τραπεζαρίες, εργαστήρια και αποθήκες και ό,τι απαραίτητο χρειαζόταν.
Ο ναός ανακαινίσθη εσωτερικά και μετατράπηκε σε μια πανέμορφη εκκλησία. Ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Παύλος έστειλε έναν ιερομόναχο τον άξιο πατέρα Στέφανο που μένει μόνιμα εκεί, ο οποίος δημιούργησε ένα σωστό χώρο γύρω από το ναό με ανθόκηπους κηπευτικά και άλλα διάφορα εντός του χώρου του αυλόγυρου του ναού και θέλει να ελπίζει πως πολύ γρήγορα θα φτάσει και η ΔΕΗ, για να αξιοποιήσει πιο πολύ το χώρο αυτό που όλοι μας ευχόμαστε να μην αργήσει.
Στη νότια και μεγάλη είσοδο του αυλόγυρου θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρω πως πάνω από αυτή είναι κτισμένο το κωδωναστάσιο μεγαλοπρεπέστατο και σ’ αυτό είναι αναρτημένη εκείνη η πολυταλαιπωρημένη καμπάνα που σκορπίζει τους γλυκούς ήχους σε κάθε ευκαιρία που θα της δοθεί.
Επίσης θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην ευχαριστήσουμε τους αδερφούς Γκάνα Μιχάλη και Κώστα που χάρη σε αυτούς το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής αναβίωσε και έγινε ένα από τα καλύτερα της περιοχής.
Προσδοκώ στους παραπάνω δωρητές που ήδη αποδήμησαν εν Κυρίω να είναι αιώνια η μνήμη τους και ελαφρύ το χώμα της πατρώας γης των Ναμάτων που τους σκεπάζει.
Τέλος, το 2007 με ενέργειες του Ιερομόναχου Στέφανου, ο δρόμος που ενώνει τη μονή με τον κεντρικό δρόμο Εράτυρα, Σισάνι, Νάματα ασφαλτοστρώθηκε και ελπίζω πως πολύ γρήγορα το μοναστήρι θα συνδεθεί και με τη ΔΕΗ.