Από το βιβλίο του ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ν. ΤΣΙΩΜΠΡΑ "ΤΑ ΝΑΜΑΤΑ (ΠΙΠΙΛΙΣΤΣΑ) ΒΟΪΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ"
Όπως απεδείχθη μεταπολεμικά, το 1945 και μετά, οι κάτοικοι των Ναμάτων αγαπούσαν τα γράμματα, πριν την παραπάνω όμως χρονολογία τα γράμματα δεν έφταναν πιο πέρα από το Δημοτικό.
Οι σκληρές συνθήκες της βιοπάλης, η οικονομική κατάσταση, αλλά και η δύσκολη επικοινωνία με τις γύρω επαρχιακές πόλεις, όπου ήταν τα γυμνάσια ή και ακόμη πιο πέρα τα πανεπιστήμια, δεν επέτρεπαν τα παιδιά του χωριού να μάθουν περισσότερα γράμματα και να σπουδάσουν. Η μετάβαση στα γύρω χωριά και στις παραπέρα πόλεις γινόταν ή με τα πόδια, ή με ζώα, άλογα, μουλάρια κτλ.
Παιδεία λοιπόν για τα παιδιά εκείνα, μέχρι την παραπάνω χρονολογία ήταν αποκλειστικά αυτή του δασκάλου, και πιο παλιά του παπά. Τους δασκάλους κατά την Οθωμα-νοκρατία τους διόριζαν οι Δημογέροντες του χωριού ή η εκκλησιαστική επιτροπή από την οποία και πληρώνονταν, από μια περίοδο όμως και μετά τους διόριζε ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης.
Δάσκαλοι τα πρώτα χρόνια ήταν συνήθως οι ιερείς και τη φροντίδα του σχολείου την είχε η Εκκλησία. Πρώτος παπάς δάσκαλος από το χωριό ήταν ο Θωμάς Στ. Σιώμος (παπαΘωμάς) από το 1858 και μετά.
Ο δάσκαλος μαζί με τον παπά όπως αναφέρουμε παραπάνω πολλές φορές ήταν το ίδιο πρόσωπο, ήταν ο μορφωμένος, ο σοφός. Έπρεπε να ξέρει τα πάντα, γιατί τον ήθελαν σε όλα μπροστά, στα εθνικά, τα θρησκευτικά, τα τοπικά προβλήματα, η γνώμη του μετρούσε πολύ και την δεχόταν όλοι γι’ αυτό και ο σεβασμός στο πρόσωπό του ήταν μεγάλος.
Μέσα όμως από αυτά τα λίγα γράμματα, τη φτώχεια και τη σκληρή διαβίωση που τους κατατυραννούσαν, μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν το καλό από το κακό, και το δίκαιο από το άδικο, και έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση ο ένας για τον άλλον και γι’ αυτό δεν μάλωναν σχεδόν ποτέ μεταξύ τους.
Σέβονταν τα θεία και εκκλησιάζονταν πάσει θυσία, νήστευαν όλες τις νηστήσιμες μέρες του χρόνου και την Αγία νύχτα της Ανάστασης ήταν παρόντες για να ακούσουν τον «καλό το λόγο», όπως έλεγαν, ως και τα ζώα από τους στάβλους και τις κότες από τα κοτέτσια τους, τα ξυπνούσαν την ώρα εκείνη, γιατί το είχαν σε καλό, θεωρώντας πως και αυτά ήθελαν να συμμετάσχουν στο χαρμόσυνο άγγελμα της Ανάστασης.
Η ψαλμωδία των ψαλτάδων και η ανάγνωση του ιερού Ευαγγελίου, έστω και αν λίγα πράγματα καταλάβαιναν από αυτά, τους ενέπνεε την αγάπη προς τους συνανθρώπους και την αλληλοεκτίμηση μεταξύ τους. Αν και αγράμματοι, τις μεταξύ τους διαφορές τις έλυναν πάντα μόνοι τους και χωρίς την επέμβαση τρίτων και σε καμία περίπτωση δεν έφθαναν μέχρι τη δικαιοσύνη, τα δικαστήρια.
Στις συναλλαγές τους ήταν οι καλύτεροι λογιστές χωρίς μολύβια και χαρτιά, αλλά με το κατακάθαρο μυαλό τους που ήταν αλάνθαστος υπολογιστής.
Όταν χρειάζονταν να μοιραστούν κάτι, όπως πατρικές περιουσίες, σπίτια, οικόπεδα, κτήματα κτλ., τα μοίραζαν πάντα σωστά και δίκαια και ας μην είχαν τα σημερινά εργαλεία και μηχανήματα, όπως έχουν οι σημερινοί τοπογράφοι, αυτοί είχαν το καλύτερο μετρικό μηχάνημα, την αγάπη μεταξύ τους. Υπάρχουν μέχρι σήμερα κτήματα που μοιράστηκαν από ανθρώπους της εποχής εκείνης, με εργαλεία, τις τρίχες, τις δρασκιλές και τις πιθαμές, ας τα μετρήσουν για δοκιμή οι σημερινοί τοπογράφοι με τα μηχανήματα τους και θα διαπιστώσουν την απόλυτη ακρίβεια.
Τούτοι οι πρόγονοί μας, μας κληροδότησαν τις παραπάνω υποθήκες που μας κάνουν να νοιώθουμε περηφάνια και εκτίμηση για αυτούς και ενέπνευσαν την εμπειρία στον ποιητή Γ. Νόβα να εμπνευστεί το παρακάτω ποίημα.
ΟΙ ΧΩΡΙΑΝΟΙ
Όλοι μας γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά,
Με το μικρό μας όνομα ο ένας τον άλλον κράζει.
Στα μυστικά μας δεν μπορεί να βάλουμε κλειδιά.
Ξέρει καθένας τ’ αλλουνού τα μάτια να διαβάζει.
Σαν όπως τα τρεχούμενα μοιράζουμε νερά.
Και τα σπαρτά ποτίζουμε καθείς με την αράδα.
Έτσι τη μοιραζόμαστε και θλίψη και χαρά
Για βρέχει σ’ όλο το χωριό για σ’ όλο είν’ λιακάδα.
Γάμος; Αστράφτει από χαρά και γέλια το χωριό,
Κι αντιλαλεί το νυφικό τραγούδι πέρα ως πέρα.
Θάνατος; Όλοι θλιβεροί κι απ’ το καμπαναριό κατάμαυρο
η καμπάνα μας βάφει και τον αγέρα.
Διάπλατα τις εξώπορτες η καλοσύνη ανοίγει.
Και στο παλάτι του τρανού και στου φτωχού την τρούπα.
Όποιος περάσει κι’ όποιος διαβεί γιορτή καθημερινή,
θα βρει στρωμένο καναπέ θα βρει γλυκό στην κούπα.
Χώρια απ’ τις έγνοιες της ζωής τους χάρους τους πικρούς
Μες τις καρδιές μας έχουμε παντοτινό Απρίλη.
Κι όσε τσουκνίδες βγαίνουνε μονάχες στους αγρούς
Εκεί ξεμοναχιάζουνε πνιχτές στο χαμομήλι.
Το σχολείο μας λειτουργούσε στον νάρθηκα της εκκλησίας ή μέσα σ’ αυτήν, και κανονικά από το 1890 σε μια αίθουσα διδασκαλίας στη θέση που είναι το σημερινό, το οποίο το 1932 κατεδαφίστηκε και ανεγέρθη νέο πιο σύγχρονο με δυο αίθουσες και με γραφείο των δασκάλων.
Μέχρι το 1936 το σχολείο ήταν μονοθέσιο, από εκεί και μετά έγινε διθέσιο για 32 χρόνια μέχρι το 1968. Το έτος 1938 ο τότε δάσκαλος Παύλος Νικόδημος από το Βυθό (Ντόλο) Βοΐου, μαζί με τη δασκάλα Δήμητρα Τσιουπλάκη από την Εράτυρα, έκαναν προσπάθειες στο Υπουργείο Παιδείας και κατόρθωσαν να πάρουν την έγκρισή του να μετατραπεί σε θερινό, δηλαδή λόγο του μεγάλου ψύχους που επικρατεί το χειμώνα οι διακοπές να γίνονται αντί το καλοκαίρι το χειμώνα από το 20 Δεκεμβρίου μέχρι αρχές Μαρτίου, και οι διακοπές των εορτών των Χριστουγέννων να γίνονται από πρώτη μέχρι 20 Αυγούστου. Αυτό έγινε και για έναν άλλο λόγο, για τα παιδιά των κτηνοτρόφων – όχι βέβαια όλων – που μετέβαιναν μετά τις 20 Οκτωβρίου στα χειμαδιά προς παραχείμαση, πολλά από αυτά παραχείμαζαν σε πολύ μικρά χωριά ή και σε πρόχειρες καλύβες, όπως αυτά που πήγαιναν στη Μεγάλη Βόλβη του Λαγκαδά και δεν λειτουργούσαν σ’ αυτά σχολεία και τα παιδιά όλον το χειμώνα έχαναν τα μαθήματά όλης αυτής της σχολικής περιόδου, και με την παραπάνω αλλαγή οι δάσκαλοι του σχολείου μας προσπαθούσαν να συγχρονιστούν με τους άλλους μαθητές, και να αναπληρώσουν τα χαμένα μαθήματά τους. Δυστυχώς όμως το σύστημα αυτό δεν κράτησε παρά μόνον τρία χρόνια, γιατί το διέκοψε ο πόλεμος του 1940 και στη συνέχεια η κατοχή, την ίδια περίοδο δημιουργήθηκε και το νυχτερινό σχολείο που φοιτούσαν, όσοι ενήλικες ήταν αγράμματοι. Στα χρόνια της κατοχής το σχολείο, λόγω της επικρατούσας κατάστασης, έκλεισε για τρία ολόκληρα σχολικά έτη, από την έναρξη της σχολικής περιόδου Σεπτεμβρίου 1942 μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς, τον Ιούνιο του 1945.
Ξαναλειτούργησε κανονικά με το σημερινό σύστημα από το Σεπτέμβριο του 1945 για να ξανακλείσει και πάλι το φθινόπωρο του 1947 μέχρι τον Ιούνιο του 1950 λόγω του Εμφυλίου Πολέμου. Οι μαθητές της περιόδου εκείνης 1947 – 1950 δεν έχασαν τα μαθήματά τους, γιατί φοίτησαν σε άλλα σχολεία, εκεί που είχαν καταφύγει οι οικογένειές τους σαν ανταρτόπληκτοι. Από εκείνο το σχολικό έτος 1950 – 1951 το σχολείο λειτούργησε και πάλι κανονικά, για να ξανακλείσει οριστικά τον Ιούνιο του 1970, τέλος της σχολικής χρονιάς 1969 – 1970 λόγω έλλειψης μαθητών. Οι τελευταίοι μαθητές της χειμερινής περιόδου εκείνης της χρονιάς ήταν πέντε και ήταν οι παρακάτω, ο Νικόλαος Κ. Παράσχος στην Δ΄ τάξη, δικηγόρος σήμερα στην Καστοριά, ο Κωνσταντίνος Α. Δελαπάσχος στην Ε΄ τάξη, γουνοποιός σήμερα στη Σιάτιστα, ο Νικόλαος Ε. Τσιώμπρας στη Β΄ τάξη, υπάλληλος ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα, ο Αθανάσιος Ν. Μαρκούσης στη Β΄ τάξη, και αυτός δάσκαλος σήμερα στη Σιάτιστα και η Ζωή Θ. Τώνια επίσης στη Β΄ τάξη υπάλληλος σήμερα στο Δήμο Ασκίου.
Οι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο σχολείο του χωριού μας ήταν οι παρακάτω: ο πρώτος ήταν ο Θωμάς Στ. Σιώμος (1819-1892), και αργότερα Παπαθωμάς, που διετέλεσε παράλληλα πρόεδρος και ιερέας. Ακολουθούν στην 30ετία 1890 – 1920 οι εξής: Ιωάννης Παπαγεωργίου, Λάζαρος Καρανίκας, Νίκος Παπαγεωργίου (Βογκόλης), Ζήσης Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης. Όλοι από τη Σιάτιστα και κάποιος Στέργιος που το επίθετό του δεν διασώθηκε από το χωριό Δρυόβουνο Βοΐου. Στα χρόνια από το 1920 μέχρι το 1923 δεν αναφέρονται δάσκαλοι. Πιθανόν το σχολείο να παρέμεινε κλειστό λόγω του Μικρασιατικού πολέμου. Από το 1923 μέχρι το 1970 δίδαξαν οι παρακάτω: ο ιερέας Ιωάννης Χοχλάκας (Παπαγιάννης) από τη Σαμαρίνα 1923 – 1929, ο Δαφνής από Εράτυρα, ο Δημήτριος Παπαναούμ 1930 – 1932 από τη Σιάτιστα, ο Γεώργιος Κατρανάς 1932 – 1935 από τη Σιάτιστα, ο Παύλος Νικόδημος από το Βυθό Τσοτυλίου και η Δήμητρα Τσιουπλιάκη από Εράτυρα, ο πρώτος από το 1936 και η δεύτερη από το 1937 και οι δυο παράλληλα μέχρι το 1941. Κων/νος Καρανάσιος από τον Πελεκάνο 1941 – 1942, Νικόλαος Λιτός από τη Βλάστη, Θωμάς Σταματέλος από τη Λευκάδα, Ιωάννης Στρέμπας από Εράτυρα, Νικόλαος Θεοχάρης, Γεώργιος Ανδρίτσος και Αθανάσιος Βράκας από την Εράτυρα, Στέλιος Χαραλαμπίδης από το Διχείμαρο Τσοτυλίου, Ιωάννης Γκάλφας από τη Γαλατινή, Αναστασία Γιακουμέλου από τη Ζάκυνθο, Χριστόδουλος Δουλουλιάκης από τη Σιάτιστα. Όλοι οι παραπάνω υπηρέτησαν κατά χρονικά διαστήματα από το 1945 μέχρι και το 1960 με τη σειρά που αναφέρονται.
Από το 1960 μέχρι το 1968 ο Δημήτριος Γρ. Παπαθωμάς από τα Νάματα, παράλληλα με το Γεώργιο Ανδρίτσο από την Εράτυρα. Από το 1968 και μετά και κατά διαστήματα μέχρι το 1970 που το σχολείο έκλεισε, ήταν οι παρακάτω: Ευθύμιος Μακρής από το Σισάνι, Αθανάσιος Αργυρόπουλος από το Λυκούδι Ελασσόνας, Ιωάννης Καραπαναγιωτίδης από το Δαφνερό Σιατίστης και από τις 25 Μαΐου 1970 μέχρι τέλος της σχολικής χρονιάς 1970 ο Δανιήλ Συρόπουλος από το Φιλώτα Φλωρίνης, ο οποίος ήταν ο τελευταίος δάσκαλος με τους πέντε μαθητές που αναφέραμε παραπάνω που έκλεισε ίσως για πάντα η πρωτοβάθμια εκπαίδευση στα Νάματα.
Από το έτος 1985 η μια αίθουσα τους σχολείου μετατράπηκε σε κοινοτικό γραφείο και η άλλη αίθουσα του πολιτιστικού συλλόγου για την ψυχαγώγηση της νεολαίας μας, το δε γραφείο των δασκάλων εγκατέστησε ο ΟΤΕ την τηλεφωνική του βάση.
Οι μαθητές που φοίτησαν στο σχολείο μας κατά τους υπολογισμούς μου από το 1920 και μετά ανα δεκαετίες, ήταν περίπου οι παρακάτω αριθμοί: την δεκαετία 1920 – 1930 φοιτούσαν κάθε χρόνο (50) περίπου, το 1930 – 1940 (90), το 1940 – 1950 (72), το 1960-1965 (20) και από το 1965 μέχρι το 1970 από 20 μέχρι 5