Από το βιβλίο του ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ν. ΤΣΙΩΜΠΡΑ "ΤΑ ΝΑΜΑΤΑ (ΠΙΠΙΛΙΣΤΣΑ) ΒΟΪΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ"
Oι απογραφές στην Ελλάδα διεξάγονται κάθε 10 χρόνια συνήθως κατά το μήνα Μάρτιο. Πιθανό όμως είναι κάποιες φορές να γίνονται και το καλοκαίρι. Όταν γίνονταν το Μάρτιο, οι μισοί περίπου από τους κατοίκους απουσιάζουν αυτή την εποχή σαν παραχειμαστές κτηνοτρόφοι. Για το λόγο αυτό ο πληθυσμός του χωριού δεν είναι σωστός όταν γίνεται κατά το Μάρτιο μήνα. Στον παρακάτω πίνακα που ακολουθεί και στη δεύτερη στήλη σημειώνεται ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, αν η απογραφή γινόταν το καλοκαίρι και με τη δική μου εκτίμηση.
ΕΤΟΣ | ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ | ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ |
1905 | 150 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ | 150 |
1920 | 129 ΜΑΡΤΙΟΣ | 284 |
1928 | 409 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ | 409 |
1940 | 532 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ | 532 |
1951 | 473 ΜΑΡΤΙΟΣ | 433 |
1961 | 110 ΜΑΡΤΙΟΣ | 425 |
1969 | 6 ΜΑΡΤΙΟΣ |
1981 | 189 ΜΑΡΤΙΟΣ |
1991 | 190 ΜΑΡΤΙΟΣ |
1991 | 175 ΜΑΡΤΙΟΣ |
Οι κάτοικοι των απογραφών 1969 – 2001 είναι μόνο εκείνης της ημέρας. Ο λόγος που αυξήθηκε ο αριθμός των κατοίκων μέχρι το 1940 ήταν η σταθερότητα των κατοίκων στο χωριό και ο μεγάλος αριθμός γεννήσεων.
Από το 1940 και μετά μειώνεται ο πληθυσμός εξαιτίας του πολέμου και της κατοχής, οι πιο πολλοί κάτοικοι που εγκατέλειψαν προσωρινά το χωριό μένουν μόνιμα στα μέρη που εγκαταστάθηκαν προσωρινά, αλλά και αυτοί που επέστρεψαν, μετά το 1947 αναγκάζονται λόγω του εμφύλιου πολέμου, να εκπατριστούν προσωρινά, αλλά πολλοί από αυτούς μένουν για πάντα στα μέρη που κατάφυγαν.
Οι κάτοικοι που απέμειναν μετά το 1950 στο χωριό, γρήγορα κατάλαβαν πως ο νέος τρόπος ζωής δεν τους προσφερόταν στο χωριό και μέσα σε λιγότερο από μια εικοσαετία ένας – ένας το εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν όπου ο καθένας μπόρεσε, των οποίων την εγκατάσταση σε ποιο μέρος την αναφέρουμε σε ειδικό πίνακα (περί διασποράς των κατοίκων).
Από το 1970 και μετά το χωριό μένει ακατοίκητο όλο το χειμώνα και οι κάτοικοί του στις νέες τους πατρίδες όπου εγκαταστάθηκαν, με την ακλόνητη υγεία τους και προπαντός με τον καθαρό τους νου που μετέφεραν από τούτο το καθαρό περιβάλλον του χωριού μας γρήγορα αναδείχτηκαν σε επιτυχημένους επιχειρηματίες, σε δημόσιους υπαλ-λήλους και προπαντός σε άριστους επιστήμονες που διέπρεψαν στο πανελλήνιο.
Ένα ακόμη γεγονός που συνέβη στη δεκαετία του 1930 μας αποδείχνει περίτρανα την τιμιότητά μας που μας κάνει περήφανους για την γνήσια καταγωγή μας. Το αναφέρω στην συνέχεια.
Το φθινόπωρο του 1932, τρεις χωριανοί μας αγωγιάτες που είχαν μεταφέρει αποσκευές κτηνοτρόφων του χωριού μας στα χειμαδιά της Θεσσαλίας. Στην επιστροφή και στο σημείο της γέφυρας του ποταμού Αλιάκμονα που ήταν τότε λίγα χιλιόμετρα κάτω από την πόλη των Σερβίων (τώρα δεν υπάρχει, έγινε λίμνη) ήταν εγκατεστημένο στη νότια πλευρά της γέφυρας φυλάκιο χωροφυλακής, που είχε ως σκοπό τον έλεγχο των περαστικών, και προπάντων των φορτηγών ζώων (άλογα, μουλάρια), γιατί την εποχή εκείνη οργίαζε η ζωοκλοπή, και όσα από τα ζώα αυτά δεν ήταν εφοδιασμένα με πιστοποιητικά (άδειες), θεωρούνταν κλεμμένα και κατάσχονταν επί τόπου.
Όταν οι αγωγιάτες μας έφτασαν στην είσοδο της γέφυρας ο αστυνόμος διοικητής του φυλακίου τους σταμάτησε για να τους ελέγξει, τα ζώα τους μην τυχόν και τα είχαν κλεμμένα. Οι αγωγιάτες μας ήταν πρώτος ο Νικόλαος Παράσχος με ακολουθούντες τον Γρηγόριο Παπαθωμά και τον Αθανάσιο Μαρκούση. Έβγαλαν από τις τσέπες τους τα πιστοποιητικά έτοιμοι για να τα προσφέρουν στο όργανο της τάξεως προς έλεγχο. Όταν ο αστυνόμος πήρε το πρώτο πιστοποιητικό στο χέρι και προτού το διαβάσει ρώτησε τον επικεφαλής «από πού είστε;», ο επικεφαλής της ομάδας για λόγους συντομίας απάντησε «από την Βλάστη». Όταν όμως ο αστυνόμος διάβασε τα πρώτα γράμματα του πιστοποι-ητικού και είδε τόπος καταγωγής Νάματα, ξαναρώτησε «και οι τρεις από τα Νάματα είστε;», «μάλιστα», του απάντησαν με ένα στόμα οι αγωγιάτες. «Τότε βάλτε στην τσέπη σας τα πιστοποιητικά», και επέστρεψε στον κάτοχό του αυτό που κρατούσε στα χέρια του, λέγοντάς τους «δεν χρειαζόσαστε έλεγχο, διότι εσείς οι Ναματιανοί είστε ελεγμένοι από τη φύση. Στο διπλανό χωριό Εράτυρα υπηρέτησα οκτώ χρόνια σαν διοικητής του εκεί σταθμού χωροφυλακής και ουδέποτε μου αναφέρθηκε από τα όργανά μου το παραμικρό συμβάν, αλλά και από επιτόπια επίσκεψη που έκανα ο ίδιος χαρακτήρισα τους συμπατριώτες σας για τους πιο αγνούς και τίμιους ανθρώπους και αν όλες οι αρχές σας γνώριζαν δεν χρειαζόσασταν ούτε πιστοποιητικά ούτε ταυτότητες να έχετε, γι’ αυτό καβαλήστε στα άλογά σας και πάτε στο καλό». Τους χαιρέτησε δια χειραψίας και τους τρεις, τους ευχήθηκε «καλό ταξίδι» και τους συνέστησε όταν τους ρωτά κάποιος από πού είστε, να λεν με περηφάνεια «από τα Νάματα». Οι τρεις ταπεινοί μας αγωγιάτες συνέχισαν το δρόμο τους αισθανόμενοι τώρα πως έχουν μαζί τους το έπαθλο του τίμιου ανθρώπου που το μετέφεραν στο χωριό μας και θα το κρατούμε στους αιώνες εμείς οι απόγονοι τους, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας και οι γενεές που θα ακολουθήσουν.